λιμνήτης: Difference between revisions
Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=limnitis | |Transliteration C=limnitis | ||
|Beta Code=limnh/ths | |Beta Code=limnh/ths | ||
|Definition= | |Definition=λιμνήτου, ὁ, fem. [[λιμνῆτις]], Dor. [[λιμνᾶτις]], ιδος,<br><span class="bld">A</span> [[living in marshes]], βδέλλα Theoc. 2.56.<br><span class="bld">II</span> [[epithet]] of [[Artemis]] at [[Limnae]] (v. [[λιμναῖος]] ''ΙΙ''), ''IG''5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.''Oxy.'' 853x14: voc. λιμνᾶτι ''AP''6.280. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] ὁ, = [[λιμναῖος]], VLL. u. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0048.png Seite 48]] ὁ, = [[λιμναῖος]], VLL. u. Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ου (ὁ) :<br />[[qui vit dans les marais]].<br />'''Étymologie:''' [[λίμνη]]. | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''λιμνήτης''': -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. [[λιμναῖος]]. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429. | |lstext='''λιμνήτης''': -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. [[λιμναῖος]]. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> ( | |mltxt=[[λιμνήτης]], ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... [[βδέλλα]]», <b>Θεόκρ.</b>)<br /><b>2.</b> (<b>το θηλ. ως κύριο όν.</b>) <i>ἡ Λιμνῆτις</i> ή <i>Λιμνᾱτις</i><br />[[προσωνυμία]] της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ήτης</i> ([[πρβλ]]. [[γυμνήτης]], [[σκηνήτης]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
Line 26: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[λιμνήτης]], ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[living]] in marshes, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> | |mdlsjtxt=[[λιμνήτης]], ου, ὁ,<br /><b class="num">I.</b> [[living]] in marshes, Theocr.<br /><b class="num">II.</b> [[epithet]] of [[Artemis]], dat. Λιμνᾶτι shortened for Λιμνάτιδι, Anth. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:35, 25 August 2023
English (LSJ)
λιμνήτου, ὁ, fem. λιμνῆτις, Dor. λιμνᾶτις, ιδος,
A living in marshes, βδέλλα Theoc. 2.56.
II epithet of Artemis at Limnae (v. λιμναῖος ΙΙ), IG5(1).1431.38 (i A.D.), Paus.3.23.10, 4.4.2, al., Artem.2.35, Sch.Th.Oxy. 853x14: voc. λιμνᾶτι AP6.280.
German (Pape)
[Seite 48] ὁ, = λιμναῖος, VLL. u. Sp.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui vit dans les marais.
Étymologie: λίμνη.
Greek (Liddell-Scott)
λιμνήτης: -ου, θηλ. -ῆτις, Δωρ. ᾶτις, ιδος, ὁ ζῶν ἐν λίμναις, βδέλλα Θεόκρ. 2. 56· ὄρνιθες Achmes Ὀνειρ. 302· πρβλ. λιμναῖος. ΙΙ. ἐπίθ. τῆς Ἀρτέμιδος ὡς προστάτιδος τῶν ἁλιέων, Παυσ. 3. 23, 10, πρβλ. Ἀρτεμίδ. 2. 34· Λιμνάτι ποιητ. συντετμ. ἀντὶ τοῦ Λιμνάτιδι, Ἀνθ. Π. 6. 280· πρβλ. Λοβ. Φρύν. 429.
Greek Monolingual
λιμνήτης, ὁ, θηλ. -ῆτις, δωρ. τ. -ᾱτις, -ιδος, ἡ (Α)
1. αυτός που ζει στις λίμνες («λιμνᾱτις... βδέλλα», Θεόκρ.)
2. (το θηλ. ως κύριο όν.) ἡ Λιμνῆτις ή Λιμνᾱτις
προσωνυμία της Αρτέμιδος, ως προστάτριας τών αλιέων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + κατάλ. -ήτης (πρβλ. γυμνήτης, σκηνήτης)].
Greek Monotonic
λιμνήτης: -ου, ὁ, θηλ. λιμνῆτις, Δωρ. λιμνᾶτις, -ιδος,
I. αυτός που ζει στις λίμνες ή στα έλη, σε Θεόκρ.
II. επίθ. της Άρτεμης (προστάτιδα των ψαράδων), δοτ. Λιμνᾶτι, συντετμ. αντί Λιμνάτιδι, σε Ανθ.
Middle Liddell
λιμνήτης, ου, ὁ,
I. living in marshes, Theocr.
II. epithet of Artemis, dat. Λιμνᾶτι shortened for Λιμνάτιδι, Anth.