ἀπαλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Ἐν τοῖς κακοῖς δὲ τοὺς φίλους εὐεργέτει → Bene fac amicis, res habent quorum male → Im Unglück aber tue deinen Freunden wohl

Menander, Monostichoi, 147
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=apallaktikos
|Transliteration C=apallaktikos
|Beta Code=a)pallaktiko/s
|Beta Code=a)pallaktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[fit for ridding]], [[removing]], στρόφων Dsc.3.72; νοσήματος Phld.<span class="title">Rh.</span>1.345 S. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[fit for curing illness]], <span class="bibl">Arist.<span class="title">Pr.</span> 959b26</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">3</span> Adv. <b class="b3">-κῶς, ἔχειν</b>, = [[ἀπαλλαξείειν]], [[wish to depart]], <span class="bibl">D.H. <span class="title">Rh.</span>11.8</span>.</span>
|Definition=ἀπαλλακτική, ἀπαλλακτικόν,<br><span class="bld">A</span> [[fit for ridding]], [[removing]], στρόφων Dsc.3.72; νοσήματος Phld.''Rh.''1.345 S.<br><span class="bld">2</span> [[fit for curing illness]], Arist.''Pr.'' 959b26.<br><span class="bld">3</span> Adv. [[ἀπαλλακτικῶς]], ἔχειν, = [[ἀπαλλαξείειν]], [[wish to depart]], D.H. ''Rh.''11.8.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 15: Line 15:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für [[ἀπαλλαξείω]] an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0276.png Seite 276]] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für [[ἀπαλλαξείω]] an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλακτικός:''' [[избавляющий]], [[излечивающий]] (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α [[ἀπαλλακτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από [[κάτι]] («ἀπαλλακτικό [[βούλευμα]]», «ἀπαλλακτική [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για θεραπευτική [[αγωγή]].
|mltxt=κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α [[ἀπαλλακτικός]], -ή, -όν)<br />αυτός που έχει την [[ικανότητα]] ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από [[κάτι]] («ἀπαλλακτικό [[βούλευμα]]», «ἀπαλλακτική [[απόφαση]]»)<br /><b>αρχ.</b><br />[[κατάλληλος]] για θεραπευτική [[αγωγή]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀπαλλακτικός:''' [[избавляющий]], [[излечивающий]] (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).
}}
}}

Latest revision as of 10:35, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπαλλακτικός Medium diacritics: ἀπαλλακτικός Low diacritics: απαλλακτικός Capitals: ΑΠΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: apallaktikós Transliteration B: apallaktikos Transliteration C: apallaktikos Beta Code: a)pallaktiko/s

English (LSJ)

ἀπαλλακτική, ἀπαλλακτικόν,
A fit for ridding, removing, στρόφων Dsc.3.72; νοσήματος Phld.Rh.1.345 S.
2 fit for curing illness, Arist.Pr. 959b26.
3 Adv. ἀπαλλακτικῶς, ἔχειν, = ἀπαλλαξείειν, wish to depart, D.H. Rh.11.8.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1apropiado para curar c. gen. στρόφων Dsc.3.72, νοσήματος Phld.Rh.1.345.
2 curativo, que es síntoma de curación de los sudores calientes, Arist.Pr.959b26.
II adv. -ῶς con inclinación a partir ἀ. ἔχειν desear marcharse D.H.Rh.11.8.

German (Pape)

[Seite 276] befreiend, zum Befreien geneigt; ἀπαλλακτικῶς ἔχειν führt Mör. als hellenist. Ausdruck für ἀπαλλαξείω an, wohl aus D. Hal. rhet. 11, 8, wo ἐπὶ τῶν πατρίδων dabei steht.

Russian (Dvoretsky)

ἀπαλλακτικός: избавляющий, излечивающий (ἱδρῶτες θερμοί Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀπαλλακτικός: -ή, -όν, κατάλληλος, ἱκανὸς ὅπως ἀπαλλάξῃ ἀπό…, τινος Διοσκ. 3. 83: ‒ Ἐπίρρ. ἀπαλλακτικῶς ἔχειν = ἀπαλλαξείειν Διον. Ἁλ. περὶ Ῥητ. 11. 8. 1) κατάλληλος πρὸς θεραπείαν νόσων, Ἀριστ. Πρβλ. 31. 23.

Greek Monolingual

κ. απαλλαχτικός, -ή, -ό (Α ἀπαλλακτικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει την ικανότητα ή την ισχύ να απαλλάξει κάποιον από κάτι («ἀπαλλακτικό βούλευμα», «ἀπαλλακτική απόφαση»)
αρχ.
κατάλληλος για θεραπευτική αγωγή.