ἀκροπόρος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ γὰρ ἀνδρὸς δῶρ' ὄνησιν οὐκ ἔχει → Nil utilitatis improbi in donis viri → Geschenke eines Schurken sind nicht von Gewinn

Menander, Monostichoi, 292
(6_17)
m (LSJ1 replacement)
 
(21 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=akroporos
|Transliteration C=akroporos
|Beta Code=a)kropo/ros
|Beta Code=a)kropo/ros
|Definition=ον, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">boring through, piercing with the point</b>, ὀβελοί <span class="bibl">Od.3.463</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> proparox., <b class="b3">ἀκρόπορος, ον</b>, Pass., <b class="b2">with opening at end</b>, σῦριγξ <span class="bibl">Nonn.<span class="title">D.</span>2.2</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (πορεύομαι) <b class="b2">going on high</b>, ib.<span class="bibl">46.136</span>.</span>
|Definition=ἀκροπόρον,<br><span class="bld">A</span> [[boring through]], [[piercing with the point]], ὀβελοί Od.3.463.<br><span class="bld">2</span> proparox., [[ἀκρόπορος]], [[ον]], Pass., [[with opening at end]], σῦριγξ [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 2.2.<br><span class="bld">II</span> ([[πορεύομαι]]) [[going on high]], ib.46.136.
}}
{{DGE
|dgtxt=-ον<br />[[de punta que atraviesa]] ὀβελοί <i>Od</i>.3.463, χαλκός Nonn.<i>D</i>.5.26.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0084.png Seite 84]] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0084.png Seite 84]] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[qui perce avec la pointe]], [[à la pointe aiguë]].<br />'''Étymologie:''' [[ἄκρος]], [[πείρω]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[ἀκροπόρος]] -ον [[ἄκρος]], [[πείρω]] [[die met de punt doorboort]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἀκροπόρος:''' [[остроконечный]], [[насквозь пронзающий]] (ὀβελοί Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀκροπόρος''': -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, [[ἄνοιγμα]] κατὰ τὸ [[ἄκρον]], σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς [[ὕψος]] ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, [[αὐτόθι]] 46, 136.
|lstext='''ἀκροπόρος''': -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, [[ἄνοιγμα]] κατὰ τὸ [[ἄκρον]], σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς [[ὕψος]] ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, [[αὐτόθι]] 46, 136.
}}
{{Autenrieth
|auten=([[πείρω]]): [[with]] [[piercing]] [[point]], acc. pl., Od. 3.463†.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που περνά [[μέσα]] από [[κάτι]], που διατρυπά με την [[αιχμή]]<br /><b>2.</b> <b>(προπαροξ.)</b> ακρόπορος<br />αυτός που έχει [[άνοιγμα]] στην [[άκρη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πείρω]].<br /><b>(II)</b><br />[[ἀκροπόρος]], -ον (Α)<br />[[εκείνος]] που ανεβαίνει [[ψηλά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἀκρο</i>- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -[[πόρος]] <span style="color: red;"><</span> [[πορεύομαι]].<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>αρχ.</b> <i>ἀκροπορία</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἀκροπόρος:''' -ον ([[πείρω]]), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την [[αιχμή]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πείρω]]<br />[[piercing]] with the [[point]], Od.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκροπόρος Medium diacritics: ἀκροπόρος Low diacritics: ακροπόρος Capitals: ΑΚΡΟΠΟΡΟΣ
Transliteration A: akropóros Transliteration B: akroporos Transliteration C: akroporos Beta Code: a)kropo/ros

English (LSJ)

ἀκροπόρον,
A boring through, piercing with the point, ὀβελοί Od.3.463.
2 proparox., ἀκρόπορος, ον, Pass., with opening at end, σῦριγξ Nonn. D. 2.2.
II (πορεύομαι) going on high, ib.46.136.

Spanish (DGE)

-ον
de punta que atraviesa ὀβελοί Od.3.463, χαλκός Nonn.D.5.26.

German (Pape)

[Seite 84] mit der Spitze durchbohrend, Hom. einmal, Od. 3, 463 ἀκροπόρους όβελούς; – Nonn. D. 2, 2 σῦριγξ ἀκρόπορος, die oben durchbohrte; ἴχνεα ακρ. 46, 136, hochwandelnde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui perce avec la pointe, à la pointe aiguë.
Étymologie: ἄκρος, πείρω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

ἀκροπόρος -ον ἄκρος, πείρω die met de punt doorboort.

Russian (Dvoretsky)

ἀκροπόρος: остроконечный, насквозь пронзающий (ὀβελοί Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀκροπόρος: -ον, ὁ διὰ μέσου διερχόμενος, διὰ τῆς αἰχμῆς διατρυπῶν, ὀβελοί, Ὀδ. Γ. 463. 2) προπαροξ., ἀκρόπορος, ον, παθ. μὲ πόρον, ἄνοιγμα κατὰ τὸ ἄκρον, σῦριγξ, Νόνν. Δ. 22. ΙΙ. (πορεύομαι) ὁ εἰς ὕψος ἀνερχόμενος, ὑψηλὰ περιπατῶν, αὐτόθι 46, 136.

English (Autenrieth)

(πείρω): with piercing point, acc. pl., Od. 3.463†.

Greek Monolingual

(I)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
1. αυτός που περνά μέσα από κάτι, που διατρυπά με την αιχμή
2. (προπαροξ.) ακρόπορος
αυτός που έχει άνοιγμα στην άκρη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πείρω.
(II)
ἀκροπόρος, -ον (Α)
εκείνος που ανεβαίνει ψηλά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀκρο- (Ι) + -πόρος < πορεύομαι.
ΠΑΡ. αρχ. ἀκροπορία].

Greek Monotonic

ἀκροπόρος: -ον (πείρω), αυτός που τρυπά, διαπερνά με την αιχμή, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

πείρω
piercing with the point, Od.