ὁμοιοτέλευτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἡ γλῶσσ' ἁμαρτάνουσα τἀληθῆ λέγει → Inesse linquae veritas lapsae solet → Die Zunge, wenn sie in die Irre geht, spricht wahr

Menander, Monostichoi, 228
m (Text replacement - "(sc. " to "(''sc.'' ")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=omoioteleftos
|Transliteration C=omoioteleftos
|Beta Code=o(moiote/leutos
|Beta Code=o(moiote/leutos
|Definition=ον, [[ending alike]] : <b class="b3">τὸ ὁ</b>. [[the like ending of two or more clauses]] or [[verses]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Rh.</span>1410b1</span>, Phld.<span class="title">Rh.</span>1.162 S., <span class="bibl">D.S.12.53</span> (pl.) : <b class="b3">-τέλευτα</b> (''[[sc.]]'' [[κῶλα]]) <span class="bibl">Demetr.<span class="title">Eloc.</span> 26</span>; <b class="b3">-τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν</b> [[end a sentence with]] [[ὁμοιοτέλ]]., <span class="bibl">S.E. <span class="title">M.</span>2.57</span>.
|Definition=ὁμοιοτέλευτον, [[ending alike]]: <b class="b3">τὸ ὁ.</b> [[the like ending of two or more clauses]] or [[verses]], Id.''Rh.''1410b1, Phld.''Rh.''1.162 S., D.S.12.53 (pl.): -τέλευτα (''[[sc.]]'' [[κῶλα]]) Demetr.''Eloc.'' 26; <b class="b3">-τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν</b> [[end a sentence with]] [[ὁμοιοτέλ]]., S.E. ''M.''2.57.
}}
}}
{{pape
{{pape

Revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοτέλευτος Medium diacritics: ὁμοιοτέλευτος Low diacritics: ομοιοτέλευτος Capitals: ΟΜΟΙΟΤΕΛΕΥΤΟΣ
Transliteration A: homoiotéleutos Transliteration B: homoioteleutos Transliteration C: omoioteleftos Beta Code: o(moiote/leutos

English (LSJ)

ὁμοιοτέλευτον, ending alike: τὸ ὁ. the like ending of two or more clauses or verses, Id.Rh.1410b1, Phld.Rh.1.162 S., D.S.12.53 (pl.): -τέλευτα (sc. κῶλα) Demetr.Eloc. 26; -τέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν end a sentence with ὁμοιοτέλ., S.E. M.2.57.

German (Pape)

[Seite 336] mit ähnlicher, gleicher Endung; διάνοια, S. Emp. adv. rhet. 57; τὸ ὁμοιοτέλευτον, der gleiche Ausgang zweier oder mehrerer Verse od. Sätze, unserm Reime entsprechend, Gramm. u. Rhett.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
t. de gramm. qui se termine de même (mot), homéotéleute.
Étymologie: ὅμοιος, τελευτή.

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοτέλευτος: сходный по окончанию, тж. рифмующийся Arst., Sext.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοτέλευτος: -ον, ὁ ὁμοίως τελευτῶν, ὁμοίως καταλήγων, Ἀριστ. Ρητ. 3. 9, 9· τὸ ὁμοιοτέλευτον, ἡ ὁμοιοκαταληξία δύο ἢ πλειόνων προτάσεων ἢ στίχων, ἧς εὑρίσκομεν ἴχνη καὶ παρὰ τοῖς ἀρίστοις τῶν ποιητῶν, π.χ. Σοφ. Αἴ. 62-65· εἶναι δὲ λίαν συχνὴ ἐν τῇ καταλήξει τῶν δύο τμημάτων τοῦ πενταμέτρου. - Ἐπίρρ. ὁμοιοτελεύτως, Εὐστ. 179, 2.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ὁμοιοτέλευτος, -ον)
1. (για στίχους, προτάσεις ή κώλα) αυτός που τελειώνει όμοια με κάποιον άλλο, που έχει την ίδια κατάληξη, ομοιοκατάληκτος
2. (το ουδ. εν. και πληθ. ως ουσ.) τὸ ὁμοιοτέλευτο(ν) και τὰ ὁμοιοτέλευτα
(ρητ.)
σχήμα κατά το οποίο τίθενται στο τέλος επάλληλων περιόδων, προτάσεων ή στίχων ποιήματος λέξεις με όμοια κατάληξη
αρχ.
φρ. «ὁμοιοτέλευτον διάνοιαν κατακλίνειν»
μτφ. το να τελειώνει κάποιος μια πρόταση με ομοιοτέλευτο, Σέξτ. Εμπ.).
επίρρ...
ομοιοτελεύτως (Μ ὁμοιοτελεύτως)
με ομοιοτέλευτο τρόπο, με ομοιοτέλευτο σχήμα, ομοιοκαταλήκτως.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -τέλευτος (< τελευτή)].

Greek Monotonic

ὁμοιοτέλευτος: -ον (τελευτή), αυτός που έχει ίδια κατάληξη, σε Αριστ.· τὸὁμοιοτέλευτον, ομοιοκαταληξια δύο στίχων.

Middle Liddell

ὁμοιο-τέλευτος, ον, [τελευτη]
ending alike, Arist.: τὸ ὁμοιοτέλευτον the like ending of two verses.