προηγητής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504
(6)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=proigitis
|Transliteration C=proigitis
|Beta Code=prohghth/s
|Beta Code=prohghth/s
|Definition=οῦ, ὁ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">one who goes before to show the way, guide</b>, <span class="bibl">S. <span class="title">OT</span>1292</span>, <span class="bibl"><span class="title">Ant.</span>990</span>, <span class="bibl">Aristid.<span class="title">Or.</span>41(4).12</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> <b class="b2">one who conducts the bride's car in her procession</b>, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει <span class="bibl">Hyp.<span class="title">Lyc.</span>5</span>, cf. Hsch.</span>
|Definition=προηγητοῦ, ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[one who goes before to show the way]], [[guide]], S. ''OT''1292, ''Ant.''990, Aristid.''Or.''41(4).12.<br><span class="bld">2</span> [[one who conducts the bride's car in her procession]], ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.''Lyc.''5, cf. [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι [[κέλευθος]] ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0723.png Seite 723]] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι [[κέλευθος]] ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προηγητής''': -οῦ, , ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος [[ὅπως]] δείξῃ τὴν ὁδόν, [[ὁδηγός]], Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, [[ἀνάγκη]] γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προηγητής]]· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».
|btext=οῦ () :<br />[[qui marche devant]], [[guide]].<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
}}
{{elnl
|elnltext=προηγητής -οῦ, [προηγέομαι] [[gids]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=οῦ (ὁ) :<br />qui marche devant, guide.<br />'''Étymologie:''' [[προηγέομαι]].
|elrutext='''προηγητής:''' οῦ ὁ [[провожатый]], [[поводырь]] Soph.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προηγήτρια]], Α [[προηγοῡμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται ως [[οδηγός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύει το [[ζεύγος]] σε νυφική [[πομπή]].
|mltxt=ὁ, θηλ. [[προηγήτρια]], Α [[προηγοῦμαι]]<br /><b>1.</b> αυτός που προπορεύεται ως [[οδηγός]]<br /><b>2.</b> αυτός που συνοδεύει το [[ζεύγος]] σε νυφική [[πομπή]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''προηγητής:''' -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει [[μπροστά]] για να δείχνει το δρόμο, [[οδηγός]], σε Σοφ.· ομοίως, [[προηγητήρ]], <i>-ῆρος</i>, <i>ὁ</i>, σε Ευρ.
}}
{{ls
|lstext='''προηγητής''': -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος [[ὅπως]] δείξῃ τὴν ὁδόν, [[ὁδηγός]], Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, [[ἀνάγκη]] γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης [[ὑπὲρ]] Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «[[προηγητής]]· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[προηγητής]], οῦ, ὁ, [from [[προηγέομαι]]<br />one who goes [[before]] to [[show]] the way, a [[guide]], Soph.; so [[προηγητήρ]], Eur.
}}
}}

Latest revision as of 10:36, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προηγητής Medium diacritics: προηγητής Low diacritics: προηγητής Capitals: ΠΡΟΗΓΗΤΗΣ
Transliteration A: proēgētḗs Transliteration B: proēgētēs Transliteration C: proigitis Beta Code: prohghth/s

English (LSJ)

προηγητοῦ, ὁ,
A one who goes before to show the way, guide, S. OT1292, Ant.990, Aristid.Or.41(4).12.
2 one who conducts the bride's car in her procession, ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει Hyp.Lyc.5, cf. Hsch.

German (Pape)

[Seite 723] ὁ, der vorangeht und den Weg zeigt; τοῖς τυφλοῖσι κέλευθος ἐκ προηγητοῦ πέλει, Soph. Ant. 977, vgl. O. R. 1292.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui marche devant, guide.
Étymologie: προηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προηγητής -οῦ, ὁ [προηγέομαι] gids.

Russian (Dvoretsky)

προηγητής: οῦ ὁ провожатый, поводырь Soph.

Greek Monolingual

ὁ, θηλ. προηγήτρια, Α προηγοῦμαι
1. αυτός που προπορεύεται ως οδηγός
2. αυτός που συνοδεύει το ζεύγος σε νυφική πομπή.

Greek Monotonic

προηγητής: -οῦ, ὁ, αυτός που βαδίζει μπροστά για να δείχνει το δρόμο, οδηγός, σε Σοφ.· ομοίως, προηγητήρ, -ῆρος, , σε Ευρ.

Greek (Liddell-Scott)

προηγητής: -οῦ, ὁ, ὁ προηγούμενος, προπορευόμενος ὅπως δείξῃ τὴν ὁδόν, ὁδηγός, Σοφ. Ο. Τ. 1292, Ἀντ. 990· οὕτω προηγητήρ, -ῆρος, ὁ, Εὐρ. Βάκχ. 1159. 2) ὁ συνοδεύων τῷ ζεύγει νυμφικῆς πομπῆς, ἀνάγκη γάρ, ὦ ἄνδρες δικασταί, πρῶτον μὲν ὀρεωκόμον καὶ προηγητὴν ἀκολουθεῖν τῷ ζεύγει ὃ ἦγεν τὴν γυναῖκα Ὑπερείδης ὑπὲρ Λυκόφρ. 4. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «προηγητής· ὁ προηγούμενος τοῦ ζεύγους (ἐν τοῖς γάμοις). καὶ ὁ χειραγωγὸς τοῦ τυφλοῦ».

Middle Liddell

προηγητής, οῦ, ὁ, [from προηγέομαι
one who goes before to show the way, a guide, Soph.; so προηγητήρ, Eur.