κόρυθος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=korythos
|Transliteration C=korythos
|Beta Code=ko/ruqos
|Beta Code=ko/ruqos
|Definition=ὁ, (κόρυς) <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[crested]] [[τροχίλος]], Hsch.; but also, = [[περικεφαλαία]], Id. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Κόρυθος, title of Apollo, <span class="title">Bull.Soc.Roy.Lund</span> 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = [[κολλυρίων]]), Hsch.</span>
|Definition=ὁ, ([[κόρυς]])<br><span class="bld">A</span> [[crested]] [[τροχίλος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; but also, = [[περικεφαλαία]], Id.<br><span class="bld">II</span> Κόρυθος, title of [[Apollo]], ''Bull.Soc.Roy.Lund'' 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = [[κολλυρίων]]), [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 26: Line 26:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κόρυθος gen. van κόρυς.
|elnltext=κόρυθος gen. van κόρυς.
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κόρῠθος Medium diacritics: κόρυθος Low diacritics: κόρυθος Capitals: ΚΟΡΥΘΟΣ
Transliteration A: kórythos Transliteration B: korythos Transliteration C: korythos Beta Code: ko/ruqos

English (LSJ)

ὁ, (κόρυς)
A crested τροχίλος, Hsch.; but also, = περικεφαλαία, Id.
II Κόρυθος, title of Apollo, Bull.Soc.Roy.Lund 1928-9iv 40; Κόριθος, ib.39. κορυλλίων, a bird (perhaps = κολλυρίων), Hsch.

German (Pape)

[Seite 1488] ὁ, eine Art τροχίλος, wohl κόρυδος, Hesych.

French (Bailly abrégé)

gén. de κόρυς.

Russian (Dvoretsky)

κόρῠθος: gen. к κόρυς.

Greek (Liddell-Scott)

κόρῠθος: ὁ, (κόρυς), ὁ μετὰ λόφου, τροχίλος Ἡσύχ., πρβλ. κορυδός.

Greek Monolingual

κόρυθος, ὁ (Α)
1. (κατά τον Ησύχ.) α) είδος τροχίλου
β) περικεφαλαία
2. ως κύριο όν. ὁ Κόρυθος
προσωνυμία του Απόλλωνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη σημ. «περικεφαλαία» πρόκειται για μεταπλασμένο τ. του κόρυς, -υθ-ος, κατά τα δευτερόκλιτα αρσ. σε -ος. Με τη σημ. «τροχίλος» πρόκειται για παράλληλο τ. του κόρυδος (επίσης < κόρυς) με παρέκταση -θ- αντί -δ-].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κόρυθος gen. van κόρυς.