παρεκτικός: Difference between revisions

From LSJ

οἷς τὰ ὁρώμενα τὴν ἀρχὴν ἐνδίδωσι, καὶ οἷον ὑπήνεμα διὰ τῶν ὀφθαλμῶν τὰ πάθη ταῖς ψυχαῖς εἰστοξεύονται → who taketh his beginning and occasion from something which is seen, and then his passion, as though wind borne, shoots through the eyes and into the heart

Source
(6_11)
m (LSJ1 replacement)
 
(9 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=parektikos
|Transliteration C=parektikos
|Beta Code=parektiko/s
|Beta Code=parektiko/s
|Definition=ή, όν, (παρέχω) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">able to cause</b>, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος <span class="bibl">S.E.<span class="title">M.</span>7.203</span>, cf. <span class="bibl">Alex.Aphr. <span class="title">in Metaph.</span>58.29</span>; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος <span class="title">Theol.Ar.</span>6 ; τοῦ εὖ <span class="bibl">Procl.<span class="title">Inst.</span>9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">liberal</b>, <span class="bibl">Ar.Byz. <span class="title">Epit.</span>43.7</span> (Comp.), Vett. Val.<span class="bibl">47.3</span>, al.</span>
|Definition=παρεκτική, παρεκτικόν, ([[παρέχω]])<br><span class="bld">A</span> [[able to cause]], Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.''M.''7.203, cf. Alex.Aphr. ''in Metaph.''58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος ''Theol.Ar.''6; τοῦ εὖ Procl.''Inst.''9.<br><span class="bld">II</span> [[liberal]], Ar.Byz. ''Epit.''43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0514.png Seite 514]] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.
}}
{{elru
|elrutext='''παρεκτικός:''' [[доставляющий]], [[причиняющий]]: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παρεκτικός''': ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.
|lstext='''παρεκτικός''': ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ [[ἰδιότης]] τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -όν, Α [[παρέχω]]<br /><b>1.</b> αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει [[κάτι]], ο [[παραίτιος]] (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.<br />β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», <b>Γαλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[γενναιόδωρος]], [[κουβαρντάς]], [[ελευθέριος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:37, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παρεκτικός Medium diacritics: παρεκτικός Low diacritics: παρεκτικός Capitals: ΠΑΡΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: parektikós Transliteration B: parektikos Transliteration C: parektikos Beta Code: parektiko/s

English (LSJ)

παρεκτική, παρεκτικόν, (παρέχω)
A able to cause, Stoic.2.119; ἀλγηδόνος S.E.M.7.203, cf. Alex.Aphr. in Metaph.58.29; ἐλπίδος Gal.17(2).147; δυάδος Theol.Ar.6; τοῦ εὖ Procl.Inst.9.
II liberal, Ar.Byz. Epit.43.7 (Comp.), Vett. Val.47.3, al.

German (Pape)

[Seite 514] ή, όν, zum Darreichen od. Geben geschickt, geneigt, darreichend, Sp., wie Schol. Soph. O. R. 24; ἀλγηδόνος, S. Emp. adv. math. 7, 203.

Russian (Dvoretsky)

παρεκτικός: доставляющий, причиняющий: τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικόν Sext. то, что причиняет боль.

Greek (Liddell-Scott)

παρεκτικός: ή,όν, ὁ δυνάμενος νὰ παράσχῃ, νὰ προξενήσῃ τι, τὸ τῆς ἀλγηδόνος παρεκτικὸν Σέξτ. Ἐμπ. π. Μ. 7.203 · θερμότητος Γαλην., κτλ.· - τὸ παρεκτικόν, ἡ ἰδιότης τοῦ παρέχειν, τοῦ προξενεῖν, Κλήμ. Ἀλ. 929.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α παρέχω
1. αυτός που μπορεί να παρέχει, να επιφέρει κάτι, ο παραίτιος (α. «παρεκτικὸς ἀλγηδόνος», Σέξτ. Εμπ.
β. «παρεκτικὸς ἐλπίδος», Γαλ.)
2. γενναιόδωρος, κουβαρντάς, ελευθέριος.