λάτρευμα: Difference between revisions

From LSJ

ἐν πίθῳ ἡ κεραμεία γιγνομένη → trying to run before you can walk, the potter's art starting on a big jar

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/i>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+), ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=latrevma
|Transliteration C=latrevma
|Beta Code=la/treuma
|Beta Code=la/treuma
|Definition=ατος, τό, in plural, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[service for hire]], <b class="b3">πόνων λατρεύματα</b> painful [[service]], <span class="bibl">S.<span class="title">Tr.</span>357</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> [[service paid to the gods]], [[worship]], <span class="bibl">E.<span class="title">IT</span>1275</span> (lyr.). </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> = [[λάτρις]], [[slave]], <span class="bibl">Id.<span class="title">Tr.</span>1106</span> (lyr.).</span>
|Definition=-ατος, τό, in plural,<br><span class="bld">A</span> [[service for hire]], <b class="b3">πόνων λατρεύματα</b> painful [[service]], S.''Tr.''357.<br><span class="bld">2</span> [[service paid to the gods]], [[worship]], E.''IT''1275 (lyr.).<br><span class="bld">II</span> = [[λάτρις]], [[slave]], Id.''Tr.''1106 (lyr.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:38, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λάτρευμα Medium diacritics: λάτρευμα Low diacritics: λάτρευμα Capitals: ΛΑΤΡΕΥΜΑ
Transliteration A: látreuma Transliteration B: latreuma Transliteration C: latrevma Beta Code: la/treuma

English (LSJ)

-ατος, τό, in plural,
A service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, S.Tr.357.
2 service paid to the gods, worship, E.IT1275 (lyr.).
II = λάτρις, slave, Id.Tr.1106 (lyr.).

German (Pape)

[Seite 18] τό, der Dienst um Lohn, Dienst; οὐδ' ἐπ' Ὀμφάλῃ πόνων λατρεύματα Soph. Trach. 356; Eur. I. T. 1275. – Der Knecht, Diener, Eur. Troad. 1105.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
service de mercenaire ; p. ext. service des dieux, culte.
Étymologie: λατρεύω.

Russian (Dvoretsky)

λάτρευμα: ατος τό
1 Soph. = λατρεία 1;
2 pl. Eur. = λατρεία 2;
3 слуга, раб (λ. τινα γᾶθεν ἐξορίζειν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

λάτρευμα: τό, ἐν τῷ πληθ., ὑπηρεσία ἐπὶ μισθῷ, πόνων λατρεύματα, ἐπίπονος, ὀδυνηρὰ ὑπηρεσία, Σοφ. Τρ. 357· ― ὑπηρεσία, λατρεία εἰς τοὺς θεούς, Εὐρ. Ι. Τ. 1275. ΙΙ. = λάτρις, ὡς τὸ Λατ. servitium = servus, δοῦλος, ὁ αὐτ. ἐν Τρῳ. 1106.

Greek Monolingual

λάτρευμα, τὸ (Α) λατρεύω
1. στον πληθ. τὰ λατρεύματα
α) υπηρεσία που παρέχεται επί μισθώ («πόνων λατρεύματα» — επίπονη μισθωτή υπηρεσία, Σοφ.)
β) λατρεία που παρέχεται στους θεούς («πολύχρυσα θέλων λατρεύματα σχεῖν», Ευρ.)
2. θεράπων, υπηρέτης, δούλος («ὅς με... Ἑλλάδι λάτρευμα γᾱθεν ἐξορίζει», Ευρ.).

Greek Monotonic

λάτρευμα: -ατος, τό,
I. 1. στον πληθ., μισθωτή υπηρεσία, πόνων λατρεύματα, επίπονη, οδυνηρή υπηρεσία, σε Σοφ.
2. υπηρεσία, λατρεία στους θεούς, σε Ευρ.
II. = λάτρις, μισθωτός υπηρέτης, δούλος, στον ίδ.

Middle Liddell

λάτρευμα, ατος, τό,
I. in plural service for hire, πόνων λατρεύματα painful service, Soph.
2. service paid to the gods, worship, Eur.
II. = λάτρις, a slave, Eur. [from λατρεύω