ἀτημέλητος: Difference between revisions
ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει → man proposes, God disposes | men's wishes are different from what God orders | man's will is often different than God's decisions
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=atimelitos | |Transliteration C=atimelitos | ||
|Beta Code=a)thme/lhtos | |Beta Code=a)thme/lhtos | ||
|Definition= | |Definition=ἀτημέλητον,<br><span class="bld">A</span> [[unheeded]], [[unnoticed]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.''Ag.''891. Adv. [[ἀτημελήτως]], ἔχειν to be [[uncared for]], [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]'' 8.1.15.<br><span class="bld">2</span> [[slovenly]], οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.''Mis.''365d. | ||
}} | |||
{{DGE | |||
|dgtxt=-ον<br /><b class="num">1</b> [[desatendido]] κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden)</i>, A.<i>A</i>.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.<i>Cyr</i>.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.<i>Iob</i> 38.41<br /><b class="num">•</b>del pelo [[descuidado]], [[desaseado]] κικίννοι Alciphr.3.19.3<br /><b class="num">•</b>subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.<i>Mis</i>.365d.<br /><b class="num">2</b> adv. -ως [[sin atender]] μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.<i>Cyr</i>.8.1.15. | |||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0386.png Seite 386]] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> [[négligé]];<br /><b>2</b> [[perdu]], [[ruiné]].<br />'''Étymologie:''' [[ἀ]], [[τημελέω]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''ἀτημέλητος:'''<br /><b class="num">1</b> Xen. = [[ἀτημελής]] 1;<br /><b class="num">2</b> оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀτημέλητος''': -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, [[ἀμελής]], [[νωθρός]], Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, [[μηδόλως]] προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15. | |lstext='''ἀτημέλητος''': -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, [[ἀμελής]], [[νωθρός]], Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, [[μηδόλως]] προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 27: | Line 30: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν. | |lsmtext='''ἀτημέλητος:''' -ον ([[τημελέω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει [[κανείς]], σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δεν δίνει [[προσοχή]], [[αμελής]], σε Αλκίφρ.· επίρρ., [[ἀτημελήτως]] ἔχειν, <i>δεν</i> [[δίνω]] [[προσοχή]] σε [[κάτι]], με γεν., σε Ξεν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
Line 36: | Line 36: | ||
{{WoodhouseReversedUncategorized | {{WoodhouseReversedUncategorized | ||
|woodrun=[[uncared for]], [[unheeded]], [[neglected]] | |woodrun=[[uncared for]], [[unheeded]], [[neglected]] | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=(=[[παραμελημένος]]). Ἀπό τό [[ρῆμα]] [[ἀτημελέω]] -ῶ (α στερητ. + [[τημελής]] = [[ἐπιμελής]]). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό [[τημελής]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:38, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀτημέλητον,
A unheeded, unnoticed, X.Cyr.5.4.18, 8.1.14, and so prob. in A.Ag.891. Adv. ἀτημελήτως, ἔχειν to be uncared for, X.Cyr. 8.1.15.
2 slovenly, οὐκ ἀ. τοὺς κικίννους Alciphr.3.55; τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Jul.Mis.365d.
Spanish (DGE)
-ον
1 desatendido κλαίουσα λαμπτηρουχίας ἀτημελήτους llorando por las luminarias desatendidas (e.d. que no se encienden), A.A.891, οὐδένα ἀτημέλητον παρέλειπεν X.Cyr.5.4.18, cf. 8.1.14, Ph.1.238, νεοττοί Olymp.Iob 38.41
•del pelo descuidado, desaseado κικίννοι Alciphr.3.19.3
•subst. τὸ ἀ. τῶν τριχῶν Iul.Mis.365d.
2 adv. -ως sin atender μηδὲν τῶν οἰκείων ἀ. ἔχειν X.Cyr.8.1.15.
German (Pape)
[Seite 386] vernachlässigt, Xen. Cyr. 8, 1, 14; λαμπτηρουχίαι, d. i. nicht angezündete, Aesch. Ag. 865; ἀτημελήτως ἔχειν, vernachlässigt werden, Xen. Cyr. 8, 1, 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 négligé;
2 perdu, ruiné.
Étymologie: ἀ, τημελέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀτημέλητος:
1 Xen. = ἀτημελής 1;
2 оставленный без внимания, т. е. не зажженный (λαμπτηρουχίαι Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀτημέλητος: -ον, περὶ οὗ οὐδεὶς προσέχει ἢ φροντίζει, Ξεν. Κύρ. 5. 4, 18., 8. 1, 14. 2) ὁ ἐκπεσὼν τῶν ἐλπίδων, ὁ ἀποτυχών, Αἰσχύλ. Ἀγ. 891. ΙΙ. ἐνεργ., μηδεμίαν προσοχὴν δίδων, ἀμελής, νωθρός, Ἀλκίφρ. 3. 55: - Ἐπίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν τινός, μηδόλως προσέχειν εἴς τι..., Ξεν. Κύρ. 8. 1, 15.
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀτημέλητος, -ον) τημελώ
μσν.- νεοελλ.
αυτός που παραμελεί την εμφάνιση του, απεριποίητος
αρχ.
1. αυτός που δεν τον φροντίζει, που δεν τον προσέχει κανείς
2. εκείνος που δεν ελπίζει πια τίποτε, αποτυχημένος
3. νωθρός, αδιάφορος.
Greek Monotonic
ἀτημέλητος: -ον (τημελέω)·
I. 1. παραμελημένος, αυτός που δεν φροντίζει κανείς, σε Ξεν.
2. σαστισμένος, απογοητευμένος, σε Αισχύλ.
II. αυτός που δεν δίνει προσοχή, αμελής, σε Αλκίφρ.· επίρρ., ἀτημελήτως ἔχειν, δεν δίνω προσοχή σε κάτι, με γεν., σε Ξεν.
Middle Liddell
τημελέω
I. unheeded, uncared for, Xen.
2. baffled, disappointed, Aesch.
II. taking no heed, slovenly, Alciphro:—adv., ἀτημελήτως ἔχειν to take no heed of a thing, c. gen., Xen.
English (Woodhouse)
uncared for, unheeded, neglected
Mantoulidis Etymological
(=παραμελημένος). Ἀπό τό ρῆμα ἀτημελέω -ῶ (α στερητ. + τημελής = ἐπιμελής). Δές γιά ἄλλα παράγωγα στό τημελής.