βόλιτος: Difference between revisions

From LSJ

Μέμνησο πλουτῶν τοὺς πένητας ὠφελεῖν → Memento dives facere pauperibus bene → Vergiss nicht, dass als Reicher du den Armen hilfst

Menander, Monostichoi, 348
(Created page with "{{LSJ1 |Full diacritics=βόλιτος |Medium diacritics=βόλιτος |Low diacritics=βόλιτος |Capitals=ΒΟΛΙΤΟΣ |Transliteration A=bólitos |Transliteration B...")
 
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=volitos
|Transliteration C=volitos
|Beta Code=bo/litos
|Beta Code=bo/litos
|Definition=τό ([[βόλιτον]], [[βόλιτος]], , acc. to Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>295</span>:—also [[βόλβιθος]], ὁ, <span class="title">PMag.Par.</span>1.1439), <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[cow dung]], [[cow pat]], [[cow pie]], [[cow manure]], mostly in pl., <span class="bibl">Cratin.39</span>, <span class="bibl">Ar.<span class="title">Ach.</span>1026</span>, <span class="bibl"><span class="title">Eq.</span>658</span>: prov., [[βολίτου δίκη]] = [[vexatious action]], Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Eq.</span> 658</span>.</span>
|Definition= ([[βόλιτος]], ὁ, [[βόλιτον]], τό, acc. to Sch.Ar.''Ra.''295:—also [[βόλβιθος]], ὁ, ''PMag.Par.''1.1439), [[cow dung]], [[cow pat]], [[cow pie]], [[cow manure]], mostly in plural, Cratin.39, [[Aristophanes|Ar.]]''[[Acharnians|Ach.]]''1026, ''Eq.''658: [[proverb|prov.]], [[βολίτου δίκη]] = [[vexatious action]], Sch.[[Aristophanes|Ar.]]''[[The Knights|Eq.]]'' 658.
}}
{{DGE
|dgtxt=([[βόλιτον|βόλῐτον]]) -ου, τό<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> [[βόλιτος]], ὁ Sch.Ar.<i>Ra</i>.294<br />[[boñiga]], [[estiércol de vaca]] gener. en plu., Sol.<i>Lg</i>.64a, Cratin.43, Ar.<i>Ach</i>.1026, <i>Eq</i>.658, usado como abono, Thphr.<i>HP</i> 2.4.2, cf. <i>CP</i> 5.6.11<br /><b class="num"></b>[[proverb|prov.]] del que va a juicio por una nimiedad [[βολίτου δίκη]] = [[juicio de mierda]]</i> Sch.Ar.<i>Eq</i>.658, Sud.β 367; cf. [[βόλβιτον]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0452.png Seite 452]] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0452.png Seite 452]] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />[[fiente de vache]], [[bouse]].<br />'''Étymologie:''' att. c. [[βόλβιτον]].
}}
{{elnl
|elnltext=[[βόλιτον]] -ου, τό en βόλιτος -ου, ὁ [[βόλος]] ?] [[koeienmest]].
}}
{{elru
|elrutext='''βόλῐτον:''' τό [[навоз]] Arph.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''βόλῐτον''': τό, ἤ βόλῐτος, ὁ [[κόπρος]] βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
|lstext='''βόλῐτον''': τό, ἤ βόλῐτος, ὁ [[κόπρος]] βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.
}}
{{bailly
|btext=ου (τό) :<br />fiente de vache, bouse.<br />'''Étymologie:''' att. c. [[βόλβιτον]].
}}
{{DGE
|dgtxt=(βόλῐτον) -ου, τό<br /><br /><b class="num">• Alolema(s):</b> βόλιτος, ὁ Sch.Ar.<i>Ra</i>.294<br />[[boñiga]], [[estiércol de vaca]] gener. en plu., Sol.<i>Lg</i>.64a, Cratin.43, Ar.<i>Ach</i>.1026, <i>Eq</i>.658, usado como abono, Thphr.<i>HP</i> 2.4.2, cf. <i>CP</i> 5.6.11<br /><b class="num">•</b>prov. del que va a juicio por una nimiedad βολίτου [[δίκη]] juicio de mierda</i> Sch.Ar.<i>Eq</i>.658, Sud.β 367; cf. [[βόλβιτον]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 27: Line 33:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''βόλῐτον:''' τὸ ή βόλῐτος, ὁ ([[βάλλω]]), [[κοπριά]] των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.
|lsmtext='''βόλῐτον:''' τὸ ή βόλῐτος, ὁ ([[βάλλω]]), [[κοπριά]] των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.
}}
{{elru
|elrutext='''βόλῐτον:''' τό навоз Arph.
}}
}}
{{etym
{{etym
Line 35: Line 38:
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[βάλλω]]?]<br />cow-[[dung]], [[mostly]] in pl., Ar.
|mdlsjtxt=[[βάλλω]]?]<br />cow-[[dung]], [[mostly]] in plural, Ar.
}}
{{elnl
|elnltext=[[βόλιτον]] -ου, τό en βόλιτος -ου, ὁ [[βόλος]] ?] koeienmest.
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βόλιτος Medium diacritics: βόλιτος Low diacritics: βόλιτος Capitals: ΒΟΛΙΤΟΣ
Transliteration A: bólitos Transliteration B: bolitos Transliteration C: volitos Beta Code: bo/litos

English (LSJ)

(βόλιτος, ὁ, βόλιτον, τό, acc. to Sch.Ar.Ra.295:—also βόλβιθος, ὁ, PMag.Par.1.1439), cow dung, cow pat, cow pie, cow manure, mostly in plural, Cratin.39, Ar.Ach.1026, Eq.658: prov., βολίτου δίκη = vexatious action, Sch.Ar.Eq. 658.

Spanish (DGE)

(βόλῐτον) -ου, τό
• Alolema(s): βόλιτος, ὁ Sch.Ar.Ra.294
boñiga, estiércol de vaca gener. en plu., Sol.Lg.64a, Cratin.43, Ar.Ach.1026, Eq.658, usado como abono, Thphr.HP 2.4.2, cf. CP 5.6.11
prov. del que va a juicio por una nimiedad βολίτου δίκη = juicio de mierda Sch.Ar.Eq.658, Sud.β 367; cf. βόλβιτον.

German (Pape)

[Seite 452] τό, Eustath. βόλιτος, ὁ, Schol. Ar. Ran. 295, Auswurf, Mist; Ach. 990 Equ. 656; Theophr.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
fiente de vache, bouse.
Étymologie: att. c. βόλβιτον.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

βόλιτον -ου, τό en βόλιτος -ου, ὁ βόλος ?] koeienmest.

Russian (Dvoretsky)

βόλῐτον: τό навоз Arph.

Greek (Liddell-Scott)

βόλῐτον: τό, ἤ βόλῐτος, ὁ κόπρος βοῶν, τὸ πλεῖστον κατὰ πληθ., Κρατῖν. Διονυσ. 6, Ἀριστοφ. Ἀχ. 1026, Ἱππ. 658· ἴδε βολβ-.

Greek Monolingual

βόλιτον, το ή βόλιτος, ο (Α)
1. συνήθ. στον πληθ. κόπρος των βοδιών
2. φρ. «βολίτου δίκη» — δίκη για εντελώς ασήμαντο πράγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλα προς τους τύπους βόλιτον (Αριστοφ., Κρατίνος) και βόλιτος (Σχόλια Αριστοφ.) μαρτυρούνται επίσης τα βόλβιτον, βόλβιτος (Θεόφρ., Διοσκ., Αρχιγένης). Πρόκειται για τύπους αβέβαιης ετυμολ. Σύμφωνα με την πιθανότερη άποψη, το βόλιτον, συσχετιζόμενο με τα βάλλω, βόλος, βολεών «κοπρώνας», αποτελεί τον αρχικό τ., το δε βόλβιτον οφείλεται σε παρασυσχετισμό με το βολβός χάριν αστειότητας ή ευφημισμού. Λιγότερο πιθανή φαίνεται η άποψη κατά την οποία αρχικός τ. είναι το βόλβιτον < βολβός, το δε βόλιτον προήλθε με εξακολουθητική ανομοίωση από το βόλβιτον.
ΠΑΡ. αρχ. βολίταινα, βολίτινος.

Greek Monotonic

βόλῐτον: τὸ ή βόλῐτος, ὁ (βάλλω), κοπριά των βοδιών, συχνότερα απαντά στον πληθ., σε Αριστοφ.

Frisk Etymological English

See also: s. βόλβιτον

Middle Liddell

βάλλω?]
cow-dung, mostly in plural, Ar.