ὀθονιακός: Difference between revisions
καλῶς δρῶν ἐξαμαρτεῖν μᾶλλον ἢ νικᾶν κακῶς → I would prefer to fail with honor than to win by evil | I prefer to fail by acting rightly rather than win by acting wrongly | Better fail by doing right, than win by doing wrong (Sophocles, Philoctetes 95)
(6_11) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=othoniakos | |Transliteration C=othoniakos | ||
|Beta Code=o)qoniako/s | |Beta Code=o)qoniako/s | ||
|Definition=ὁ, < | |Definition=ὁ,<br><span class="bld">A</span> [[dealer in]] [[ὀθόνη]], ''[[Oxyrhynchus Papyri|POxy.]]''933.33 (ii A. D.), ''IGRom.''4.246 (Alexandria Troas), ''PLips.''39.3 (iv A. D.), ''Dig.''50.4.18.12.<br><span class="bld">II</span> [[ὀθονιακόν]], τό, [[tax on cloth]], πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ ''Sammelb.'' 5941.3 (vi A. D.). | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ὀθονιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς [[ὀθόνιον]] ἀνήκων, Γλωσσ. | |lstext='''ὀθονιακός''': -ή, -όν, ὁ εἰς [[ὀθόνιον]] ἀνήκων, Γλωσσ. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ὀθονιακός]], -ή, -όν (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο [[ένδυμα]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> ὁ [[ὀθονιακός]]<br />ο [[έμπορος]] υφασμάτων<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ὀθονιακόν</i><br />[[φόρος]] που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὀθόνη]] / [[ὀθόνιον]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -[[ιακός]] ([[πρβλ]]. [[σεληνιακός]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ,
A dealer in ὀθόνη, POxy.933.33 (ii A. D.), IGRom.4.246 (Alexandria Troas), PLips.39.3 (iv A. D.), Dig.50.4.18.12.
II ὀθονιακόν, τό, tax on cloth, πραγματευτὴς ὀθονιακοῦ Sammelb. 5941.3 (vi A. D.).
Greek (Liddell-Scott)
ὀθονιακός: -ή, -όν, ὁ εἰς ὀθόνιον ἀνήκων, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ὀθονιακός, -ή, -όν (Α)
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο οθόνιον, στο ύφασμα, στο ένδυμα
2. το αρσ. ως ουσ. ὁ ὀθονιακός
ο έμπορος υφασμάτων
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀθονιακόν
φόρος που καταβαλλόταν για τα υφάσματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀθόνη / ὀθόνιον + κατάλ. -ιακός (πρβλ. σεληνιακός)].