λυσιτόκος: Difference between revisions
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lysitokos | |Transliteration C=lysitokos | ||
|Beta Code=lusito/kos | |Beta Code=lusito/kos | ||
|Definition= | |Definition=λυσιτόκον,<br><span class="bld">A</span> [[loosing the pains of child-birth]], θέαινα [[Nonnus Epicus|Nonn.]] ''[[Dionysiaca|D.]]'' 41.166.<br><span class="bld">II</span> Pass. λῡσίτοκος, [[set free by birth]], <b class="b3">θάλαμοι λ.</b>, i.e. eggs that have been laid, Opp.''C.''3.128. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Latest revision as of 10:41, 25 August 2023
English (LSJ)
λυσιτόκον,
A loosing the pains of child-birth, θέαινα Nonn. D. 41.166.
II Pass. λῡσίτοκος, set free by birth, θάλαμοι λ., i.e. eggs that have been laid, Opp.C.3.128.
French (Bailly abrégé)
[ῡῐ] ος, ον :
dont le petit ou dont l'œuf est sorti OPP C. 3.128.
Étymologie: λύω, τόκος.
Greek (Liddell-Scott)
λῡσιτόκος: -ον, λύουσα τοὺς πόνους ἢ τὰς ὠδῖνας τοῦ τοκετοῦ, θέαινα Νόνν. Δ. 41. 166. ΙΙ. Παθ., λῡσίτοκος, ἀπελευθερωθεὶς διὰ τοῦ τοκετοῦ, θάλαμοι λ., δηλ. ᾠὰ τεχθέντα, Ὀππ. Κυν. 3. 128.
Greek Monolingual
λυσιτόκος, -ον (Α)
αυτός που απαλλάσσει από τις ωδίνες του τοκετού («λυσιτόκος θέαινα», Νόνν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λυσι- + -τοκος (< τόκος < τίκτω), πρβλ. κουροτόκος, πρωτοτόκος. Η παροξυτονία προσδίδει στον τ. ενεργ. σημ.].