δινήεις: Difference between revisions

From LSJ

Μοχθεῖν ἀνάγκη τοὺς θέλοντας εὐτυχεῖν → Laboret is, beatam qui vitam cupit → Sich abarbeiten muss, wer glücklich leben will

Menander, Monostichoi, 338
(4)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dinieis
|Transliteration C=dinieis
|Beta Code=dinh/eis
|Beta Code=dinh/eis
|Definition=Dor. διν-άεις, Aeol. διννάεις Alc.<span class="title">Supp.</span>7.2, εσσα, εν, gen. contr. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> δινᾶντος <span class="bibl">B.12.78</span>:<b class="b2">whirling, eddying</b>, Ξάνθῳ ἐπὶ δινήεντι <span class="bibl">Il.5.479</span>, cf. <span class="bibl">Od.6.89</span>, <span class="bibl">Simon.53.2</span>, <span class="bibl">E.<span class="title">Cyc.</span>46</span>, etc. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> <b class="b2">rounded</b>, ταλάροιο <span class="bibl">Mosch.2.55</span>.</span>
|Definition=Dor. [[δινάεις]], Aeol. [[διννάεις]] Alc.''Supp.''7.2, εσσα, εν, gen. contr.<br><span class="bld">A</span> δινᾶντος B.12.78:—[[whirling]], [[eddying]], Ξάνθῳ ἐπὶ δινήεντι Il.5.479, cf. Od.6.89, Simon.53.2, E.''Cyc.''46, etc.<br><span class="bld">II</span> [[rounded]], ταλάροιο Mosch.2.55.
}}
{{DGE
|dgtxt=-εσσα, -εν<br /><b class="num">• Alolema(s):</b> dór. δινάεις Simon.59.2; eol. διννάεις Alc.38a.2<br /><b class="num">• Prosodia:</b> [-ῑ-]<br /><b class="num">• Morfología:</b> [gen. contr. δινᾶντος B.13.78]<br /><b class="num">1</b> [[que gira]], [[vertiginoso]], [[turbulento]] gener. de ríos Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος <i>Il</i>.2.877, cf. 5.479, ποταμός <i>Il</i>.21.206, <i>Od</i>.6.89, <i>h.Hom</i>.21.2, B.l.c., Τηθὺς ... Ποταμοὺς τέκε δινήεντας Hes.<i>Th</i>.337, cf. <i>Fr</i>.180.4 (cj.), διννάεντ' Ἀχέροντα Alc.l.c., δινάεις ... Ἄναυρος Simon.l.c., δινᾶέν θ' ὕδωρ ποταμῶν E.<i>Cyc</i>.46, cf. D.Chr.33.20, Orph.<i>A</i>.791, [[δινήεις]] ῥόος del Bósforo, A.R.2.551, ἅλα δινήεσσαν Opp.<i>H</i>.1.632, τείρεα Q.S.5.10, [[ἄξων]] de un carro, Q.S.6.109, [[αἰθήρ]] Nonn.<i>D</i>.38.351, πυρόεσσα κρίσις δ. Γεέννης <i>GVI</i> 1952.9 (Tanagra V d.C.).<br /><b class="num">2</b> [[circular]], [[redondo]] τάλαρος Mosch.2.55, τροχίσκος Androm.115, λόφος νησαῖος Nonn.<i>D</i>.2.456.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0631.png Seite 631]] εσσα, εν, [[strudelreich]] ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: [[δινήεις]] Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. [[βαθυδινήεις]]. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist [[τάλαρος]] δ. = der gerundete.
}}
{{bailly
|btext=ήεσσα, ῆεν;<br />[[tournoyant]].<br />'''Étymologie:''' [[δίνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''δῑνήεις:''' ήεσσα, ῆεν, дор. [[δινάεις|δῑνάεις]], άεσσα, ᾶεν обильный водоворотами, бурлящий ([[Σκάμανδρος]] Hom.; [[ὕδωρ]] Eur.; [[ποταμός]] Plut.).
}}
{{ls
|lstext='''δῑνήεις''': Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, [[στροβιλώδης]], Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. [[στρογγύλος]], [[τάλαρος]] Μόσχ. 2. 55.
}}
{{grml
|mltxt=[[δινήεις]], -εσσα, -εν (Α) [[δίνη]]<br /><b>1.</b> (για ρεύματα) αυτός που έχει πολλές δίνες, [[ορμητικός]]<br /><b>2.</b> [[στρογγυλός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''δῑνήεις:''' Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν,<br /><b class="num">I.</b> περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Όμηρ.<br /><b class="num">II.</b> [[στρογγυλός]], σε Μόσχ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from δῑ́νη] <i>adj</i> <i>adj</i><br /><b class="num">I.</b> [[whirling]], [[eddying]], [[Hom]].<br /><b class="num">II.</b> [[rounded]], Mosch.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δινήεις Medium diacritics: δινήεις Low diacritics: δινήεις Capitals: ΔΙΝΗΕΙΣ
Transliteration A: dinḗeis Transliteration B: dinēeis Transliteration C: dinieis Beta Code: dinh/eis

English (LSJ)

Dor. δινάεις, Aeol. διννάεις Alc.Supp.7.2, εσσα, εν, gen. contr.
A δινᾶντος B.12.78:—whirling, eddying, Ξάνθῳ ἐπὶ δινήεντι Il.5.479, cf. Od.6.89, Simon.53.2, E.Cyc.46, etc.
II rounded, ταλάροιο Mosch.2.55.

Spanish (DGE)

-εσσα, -εν
• Alolema(s): dór. δινάεις Simon.59.2; eol. διννάεις Alc.38a.2
• Prosodia: [-ῑ-]
• Morfología: [gen. contr. δινᾶντος B.13.78]
1 que gira, vertiginoso, turbulento gener. de ríos Ξάνθου ἀπὸ δινήεντος Il.2.877, cf. 5.479, ποταμός Il.21.206, Od.6.89, h.Hom.21.2, B.l.c., Τηθὺς ... Ποταμοὺς τέκε δινήεντας Hes.Th.337, cf. Fr.180.4 (cj.), διννάεντ' Ἀχέροντα Alc.l.c., δινάεις ... Ἄναυρος Simon.l.c., δινᾶέν θ' ὕδωρ ποταμῶν E.Cyc.46, cf. D.Chr.33.20, Orph.A.791, δινήεις ῥόος del Bósforo, A.R.2.551, ἅλα δινήεσσαν Opp.H.1.632, τείρεα Q.S.5.10, ἄξων de un carro, Q.S.6.109, αἰθήρ Nonn.D.38.351, πυρόεσσα κρίσις δ. Γεέννης GVI 1952.9 (Tanagra V d.C.).
2 circular, redondo τάλαρος Mosch.2.55, τροχίσκος Androm.115, λόφος νησαῖος Nonn.D.2.456.

German (Pape)

[Seite 631] εσσα, εν, strudelreich ὁ δίνας ἔχων; bei Homer nur von Flüssen und nur im singular. mascul.: δινήεις Iliad. 21, 125; δινήεντος Iliad 2, 877. 14, 434. 21, 2. 22, 148. 24, 693 Odyss. 11 242; δινήεντι Iliad. 5, 479. 8, 490. 20, 392; δινήεντα Iliad. 21, 206. 332 Odyss. 6, 89. Vgl. βαθυδινήεις. – Eur. Cycl. 46 u. sp. D., wie Ap. Rh. 2, 551; bei Mosch. 2, 55 ist τάλαρος δ. = der gerundete.

French (Bailly abrégé)

ήεσσα, ῆεν;
tournoyant.
Étymologie: δίνη.

Russian (Dvoretsky)

δῑνήεις: ήεσσα, ῆεν, дор. δῑνάεις, άεσσα, ᾶεν обильный водоворотами, бурлящий (Σκάμανδρος Hom.; ὕδωρ Eur.; ποταμός Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δῑνήεις: Δωρ. -άεις, εσσα, εν, ῥέων στροβίλου δίκην, στροβιλώδης, Ξάνθῳ ἐπί δινήεντι Ἰλ. Ε. 479, πρβλ. Ὀδ. Ζ. 89, Σιμων. 19, Βακχυλ. 12. 165 κ. ἀλλ. (Blass), κτλ. ΙΙ. στρογγύλος, τάλαρος Μόσχ. 2. 55.

Greek Monolingual

δινήεις, -εσσα, -εν (Α) δίνη
1. (για ρεύματα) αυτός που έχει πολλές δίνες, ορμητικός
2. στρογγυλός.

Greek Monotonic

δῑνήεις: Δωρ. -άεις, -εσσα, -εν,
I. περιστρεφόμενος, στροβιλιζόμενος, σε Όμηρ.
II. στρογγυλός, σε Μόσχ.

Middle Liddell

[from δῑ́νη] adj adj
I. whirling, eddying, Hom.
II. rounded, Mosch.