Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σκότωσις: Difference between revisions

From LSJ

Ὀργὴ δὲ πολλὰ δρᾶν ἀναγκάζει κακά → Ad prava saepe impellit iracundia → Es zwingt der Zorn dazu, viel Hässliches zu tun

Menander, Monostichoi, 429
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(2 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=skotosis
|Transliteration C=skotosis
|Beta Code=sko/twsis
|Beta Code=sko/twsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[darkening]], [[eclipse]], μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[dizziness]], [[vertigo]], Stoic.3.57, Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[δῖνος]], Gal. 19.417: metaph., <b class="b3">ἄγνοια καὶ σ</b>. <span class="bibl">Porph.<span class="title">Sent.</span>29</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[darkening]], [[eclipse]], μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d.<br><span class="bld">II</span> [[dizziness]], [[vertigo]], Stoic.3.57, Erot. [[sub verbo|s.v.]] [[δῖνος]], Gal. 19.417: metaph., <b class="b3">ἄγνοια καὶ σ.</b> Porph.''Sent.''29.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />action de couvrir de ténèbres.<br />'''Étymologie:''' [[σκοτόω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[action de couvrir de ténèbres]].<br />'''Étymologie:''' [[σκοτόω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σκότωσις -εως, ἡ [σκοτόω] geneesk. duizeling.
}}
{{elru
|elrutext='''σκότωσις:''' εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
Line 21: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκοτῶ</i> (III)]<br /><b>μτφ.</b> α) πνευματική ή ψυχική [[σύγχυση]], [[πλάνη]] («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)<br />β) [[θάμπωμα]] («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας [[σκότωσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του σκοτῶ (III), [[σκοτισμός]], [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σκοτοδίνη]]<br /><b>3.</b> [[τυφλότητα]]<br /><b>4.</b> [[έκλειψη]] («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», <b>Πλούτ.</b>).
|mltxt=-ώσεως, ἡ, ΜΑ [<i>σκοτῶ</i> (III)]<br /><b>μτφ.</b> α) πνευματική ή ψυχική [[σύγχυση]], [[πλάνη]] («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)<br />β) [[θάμπωμα]] («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας [[σκότωσις]]», Ιωάνν. Χρυσ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> η [[ενέργεια]] και το [[αποτέλεσμα]] του σκοτῶ (III), [[σκοτισμός]], [[επισκότιση]]<br /><b>2.</b> <b>ιατρ.</b> [[σκοτοδίνη]]<br /><b>3.</b> [[τυφλότητα]]<br /><b>4.</b> [[έκλειψη]] («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», <b>Πλούτ.</b>).
}}
{{elru
|elrutext='''σκότωσις:''' εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).
}}
{{elnl
|elnltext=σκότωσις -εως, ἡ [σκοτόω] geneesk. duizeling.
}}
}}

Latest revision as of 10:41, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σκότωσις Medium diacritics: σκότωσις Low diacritics: σκότωσις Capitals: ΣΚΟΤΩΣΙΣ
Transliteration A: skótōsis Transliteration B: skotōsis Transliteration C: skotosis Beta Code: sko/twsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A darkening, eclipse, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Plu.2.414d.
II dizziness, vertigo, Stoic.3.57, Erot. s.v. δῖνος, Gal. 19.417: metaph., ἄγνοια καὶ σ. Porph.Sent.29.

German (Pape)

[Seite 906] ἡ, Verfinsterung, Plut. det. or. 9; Schwindel, Medic.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de couvrir de ténèbres.
Étymologie: σκοτόω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σκότωσις -εως, ἡ [σκοτόω] geneesk. duizeling.

Russian (Dvoretsky)

σκότωσις: εως ἡ досл. затемнение, перен. помрачение, упадок (μαντικῶν δυνάμεων Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

σκότωσις: ἡ, (σκοτόω) σκότισις, ἔκλειψις, μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις Πλούτ. 2. 414D. II. σκοτοδινία, ἴλιγγος, vertigo, Γαλην., Θεόφιλ. Πρωτοσπ. σ. 133· πρβλ. σκότωμα.

Greek Monolingual

-ώσεως, ἡ, ΜΑ [σκοτῶ (III)]
μτφ. α) πνευματική ή ψυχική σύγχυση, πλάνη («τὴν ἐξ ἀπροσεξίας σκότωσίν μοι... ἐπισκήψασαν», Μηναί.)
β) θάμπωμα («τοσαύτη ἡ τῆς ἁμαρτίας σκότωσις», Ιωάνν. Χρυσ.)
αρχ.
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του σκοτῶ (III), σκοτισμός, επισκότιση
2. ιατρ. σκοτοδίνη
3. τυφλότητα
4. έκλειψη («μαντικῶν δυνάμεων σκοτώσεις», Πλούτ.).