μελίγηρυς: Difference between revisions
ἔστι γὰρ τὸ ἔλαττον κακὸν μᾶλλον αἱρετὸν τοῦ μείζονος → the lesser of two evils is more desirable than the greater
m (LSJ1 replacement) |
|||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meligirys | |Transliteration C=meligirys | ||
|Beta Code=meli/ghrus | |Beta Code=meli/ghrus | ||
|Definition=Dor. | |Definition=Dor. [[μελιγαρυς]], υος, ὁ, ἡ, [[sweet-voiced]], [[melodious]], ὄψ Od.12.187; ἀοιδή ''h.Ap.'' 519; παρθενικαί Alcm.26.1; [[ὕμνοι]], [[κῶμοι]], Pi. ''O.''11(10).4, ''N.''3.4, παιᾶνος ὀμφά Id.''Pae.''5.47; [[ἀηδών]], of a woman, ''IG''14.1942.—Poet. word, used by Pl. ''Phdr.''269a. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] süßstimmig, angenehm tönend; ὄψ, Od. 12, 187; [[ἀοιδή]], H. h. Ap. 519; ὔμνος, Pind. Ol. 10, 4, öfter, κῶμοι, N. 3, 4; [[ἀηδών]], Ep. ad. 535 (VII, 44); Adrast heißt so Plat. Phaedr. 269 a; Herodot, Ath. III, 78 d. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0122.png Seite 122]] süßstimmig, angenehm tönend; ὄψ, Od. 12, 187; [[ἀοιδή]], H. h. Ap. 519; ὔμνος, Pind. Ol. 10, 4, öfter, κῶμοι, N. 3, 4; [[ἀηδών]], Ep. ad. 535 (VII, 44); Adrast heißt so Plat. Phaedr. 269 a; Herodot, Ath. III, 78 d. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=υος (ὁ, ἡ)<br />[[au doux son]].<br />'''Étymologie:''' [[μέλι]], [[γῆρυς]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''μελίγηρυς:''' дор. [[μελίγαρυς|μελίγᾱρυς]], υος (ῐ) adj. сладкозвучный, певучий (ὄψ Hom.; [[ἀοιδή]] HH; [[ὕμνος]] Pind.; [[ἀηδών]] Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''μελίγηρυς''': Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, [[μελῳδικός]], μελίγυριν ὄπα, «ἡδεῖαν φωνὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 187· ἀοιδὴ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 519· παρθενικαὶ Ἀλκμὰν 13· ὕμνοι, κῶμοι Πινδ. Ο. 11 (10). 4. Ν. 3. 7· - ποιητ. λεξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 269Α. | |lstext='''μελίγηρυς''': Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, [[μελῳδικός]], μελίγυριν ὄπα, «ἡδεῖαν φωνὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 187· ἀοιδὴ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 519· παρθενικαὶ Ἀλκμὰν 13· ὕμνοι, κῶμοι Πινδ. Ο. 11 (10). 4. Ν. 3. 7· - ποιητ. λεξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 269Α. | ||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 23: | Line 26: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μελίγηρυς]] και δωρ. τ. [[μελίγαρυς]], -υος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά σαν [[μέλι]] [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]], [[μελωδικός]] (α. «μελίγηρυν ὄπα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μελιγάρυες ὕμνοι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λόγος]]» ( | |mltxt=[[μελίγηρυς]] και δωρ. τ. [[μελίγαρυς]], -υος, ὁ και ἡ (Α)<br />αυτός που έχει γλυκιά σαν [[μέλι]] [[φωνή]], [[γλυκύφωνος]], [[μελωδικός]] (α. «μελίγηρυν ὄπα», <b>Ομ. Οδ.</b><br />β. «μελιγάρυες ὕμνοι», <b>Πίνδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλι]] <span style="color: red;">+</span> [[γῆρυς]] «[[φωνή]], [[λόγος]]» ([[πρβλ]]. [[μειλιχόγηρυς]], [[ποικιλόγηρυς]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μελίγηρυς:''' Δωρ. -γᾶρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει γλυκιά [[φωνή]], [[μελωδικός]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. | |lsmtext='''μελίγηρυς:''' Δωρ. -γᾶρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει γλυκιά [[φωνή]], [[μελωδικός]], σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=μελί-γηρυς, δοριξ μελί-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,<br />[[sweet]]-voiced, [[melodious]], Od., Pind. | |mdlsjtxt=μελί-γηρυς, δοριξ μελί-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,<br />[[sweet]]-voiced, [[melodious]], Od., Pind. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:42, 25 August 2023
English (LSJ)
Dor. μελιγαρυς, υος, ὁ, ἡ, sweet-voiced, melodious, ὄψ Od.12.187; ἀοιδή h.Ap. 519; παρθενικαί Alcm.26.1; ὕμνοι, κῶμοι, Pi. O.11(10).4, N.3.4, παιᾶνος ὀμφά Id.Pae.5.47; ἀηδών, of a woman, IG14.1942.—Poet. word, used by Pl. Phdr.269a.
German (Pape)
[Seite 122] süßstimmig, angenehm tönend; ὄψ, Od. 12, 187; ἀοιδή, H. h. Ap. 519; ὔμνος, Pind. Ol. 10, 4, öfter, κῶμοι, N. 3, 4; ἀηδών, Ep. ad. 535 (VII, 44); Adrast heißt so Plat. Phaedr. 269 a; Herodot, Ath. III, 78 d.
French (Bailly abrégé)
υος (ὁ, ἡ)
au doux son.
Étymologie: μέλι, γῆρυς.
Russian (Dvoretsky)
μελίγηρυς: дор. μελίγᾱρυς, υος (ῐ) adj. сладкозвучный, певучий (ὄψ Hom.; ἀοιδή HH; ὕμνος Pind.; ἀηδών Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίγηρυς: Δωρ. -γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ, μελῳδικός, μελίγυριν ὄπα, «ἡδεῖαν φωνὴν» (Σχόλ.), Ὀδ. Μ. 187· ἀοιδὴ Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἀπόλλ. 519· παρθενικαὶ Ἀλκμὰν 13· ὕμνοι, κῶμοι Πινδ. Ο. 11 (10). 4. Ν. 3. 7· - ποιητ. λεξ. ἐν χρήσει παρὰ Πλάτ. ἐν Φαίδρῳ 269Α.
English (Autenrieth)
honey-toned, sweetvoiced, Od. 12.187†.
Greek Monolingual
μελίγηρυς και δωρ. τ. μελίγαρυς, -υος, ὁ και ἡ (Α)
αυτός που έχει γλυκιά σαν μέλι φωνή, γλυκύφωνος, μελωδικός (α. «μελίγηρυν ὄπα», Ομ. Οδ.
β. «μελιγάρυες ὕμνοι», Πίνδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + γῆρυς «φωνή, λόγος» (πρβλ. μειλιχόγηρυς, ποικιλόγηρυς)].
Greek Monotonic
μελίγηρυς: Δωρ. -γᾶρυς, -υος, ὁ, ἡ, αυτός που διαθέτει γλυκιά φωνή, μελωδικός, σε Ομήρ. Οδ., Πίνδ.
Middle Liddell
μελί-γηρυς, δοριξ μελί-γᾱρυς, υος, ὁ, ἡ,
sweet-voiced, melodious, Od., Pind.