ἔκρηξις: Difference between revisions

From LSJ

ἀρχὴν μὲν μὴ φῦναι ἐπιχθονίοισιν ἄριστον· φύντα δ' ὅμως ὤκιστα πύλας Ἀίδαο περῆσαι → First, it is best for mortals to not be born. If born, to pass through Hades' gates as soon as possible.

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ekriksis
|Transliteration C=ekriksis
|Beta Code=e)/krhcis
|Beta Code=e)/krhcis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[breaking out]], [[discharge]], Hp.<span class="title">Steril.</span>213; [[bursting]] of an [[abscess]], <span class="title">Hippiatr.</span> 20, al.; <b class="b3">ἔκρηξις τοῦ ὕδατος</b> Sch.<span class="bibl">Theoc.7.5</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[bursting asunder]], τοῦ νέφους <span class="bibl">Arist.<span class="title">Mu.</span>395a15</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[breaking out]], [[discharge]], Hp.''Steril.''213; [[bursting]] of an [[abscess]], ''Hippiatr.'' 20, al.; <b class="b3">ἔκρηξις τοῦ ὕδατος</b> Sch.Theoc.7.5.<br><span class="bld">II</span> [[bursting asunder]], τοῦ νέφους Arist.''Mu.''395a15.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἔκρηξις Medium diacritics: ἔκρηξις Low diacritics: έκρηξις Capitals: ΕΚΡΗΞΙΣ
Transliteration A: ékrēxis Transliteration B: ekrēxis Transliteration C: ekriksis Beta Code: e)/krhcis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A breaking out, discharge, Hp.Steril.213; bursting of an abscess, Hippiatr. 20, al.; ἔκρηξις τοῦ ὕδατος Sch.Theoc.7.5.
II bursting asunder, τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 descarga, salida τῶν καταμηνίων Hp.Steril.213, ὕδατος Sch.Theoc.7.5-9o
reventón de un absceso Hippiatr.20.1, 96.3.
2 desgarrón τοῦ νέφους Arist.Mu.395a15.

German (Pape)

[Seite 778] ἡ, der Durchbruch, Hippocr.

Greek (Liddell-Scott)

ἔκρηξις: -εως, ἡ, διάρρηξις, Ἱππ. 675. 49· ἔκρ. τῆς πηγῆς Σχόλ. Θεοκρ. 7. 5· πρβλ. ἐκραγή. ΙΙ. διάρρηξις εἰς δύο, τοῦ νέφους Ἀριστ. π. Κόσμ. 4. 18.

Russian (Dvoretsky)

ἔκρηξις: εως ἡ разрыв (τοῦ νέφους Arst.).

Greek Monolingual

η (Α ἔκρηξις)
σπάσιμο, διάρρηξη
νεοελλ.
1. ξαφνική ή ορμητική και με θόρυβο ρήξη, διάσπαση σώματος ή περιβλήματος εξαιτίας εσωτερικών πιέσεων («έκρηξη οβίδας, ηφαιστείου, κ.λπ.»)
2. ξαφνική έναρξη σημαντικού ή καταστρεπτικού γεγονότος («έκρηξη κινήματος, επαναστάσεως, πολέμου, πυρκαγιάς»)
αρχ.
1. σπάσιμο
2. (ιατρ. για απόστημα) άνοιγμα
3. «έκρηξις ύδατος» — η ανάβρυση, ο τόπος όπου αναβρύζει το νερό
4. σχίσιμο στα δύο («έκρηξις του νέφους»).