ῥυάχετος: Difference between revisions

From LSJ

πῶς δ' οὐκ ἀρίστη; τίς δ' ἐναντιώσεται; τί χρὴ γενέσθαι τὴν ὑπερβεβλημένην γυναῖκα; (Euripides' Alcestis 152-54) → How is she not noblest? Who will deny it? What must a woman have become to surpass her?

Source
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\)" to "πρβλ. $2$4)")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=ryachetos
|Transliteration C=ryachetos
|Beta Code=r(ua/xetos
|Beta Code=r(ua/xetos
|Definition=[<b class="b3">ᾱ], ὁ</b>, Lacon. word in <span class="bibl">Ar.<span class="title">Lys.</span>170</span>, <b class="b3">ὁ τῶν Ἀσαναίων </b>. the [[unstable crowd]] of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as <b class="b3">ὁ ῥέων ὀχετός</b>; cod. Rav. gives [[ῥυγχάχετος]], other codd. and Suid. [[ῥυχάχετος]].
|Definition=[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.''Lys.''170, <b class="b3">ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος</b> the [[unstable crowd]] of the Athenians; expld. by [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] and Phot. as <b class="b3">ὁ ῥέων ὀχετός</b>; cod. Rav. gives [[ῥυγχάχετος]], other codd. and Suid. [[ῥυχάχετος]].
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῠᾱ́χετος Medium diacritics: ῥυάχετος Low diacritics: ρυάχετος Capitals: ΡΥΑΧΕΤΟΣ
Transliteration A: rhyáchetos Transliteration B: rhyachetos Transliteration C: ryachetos Beta Code: r(ua/xetos

English (LSJ)

[ᾱ], ὁ, Lacon. word in Ar.Lys.170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος the unstable crowd of the Athenians; expld. by Hsch. and Phot. as ὁ ῥέων ὀχετός; cod. Rav. gives ῥυγχάχετος, other codd. and Suid. ῥυχάχετος.

German (Pape)

[Seite 850] ὁ, der wirbelnde Volksstrom, Ἀσαναίων, Ar. Lys. 170; Schol. θόρυβος καὶ συρφετός; v.l. sind ῥυάγχετος, ῥυέχετος, ῥυχάχετος u. ῥυγχάχετος; Hesych. erkl. ῥυάχετος, ὁ ῥέων ὀχετός, welche Erkl. in Phot. bei ῥυέχετος steht; es hängt wohl mit ῥύαξ zusammen.

Russian (Dvoretsky)

ῥυάχετος: (ᾱ) ὁ лак. бурливая толпа (Ἀσαναίων = Ἀθηναίων Arph.).

Greek (Liddell-Scott)

ῥυάχετος: [ᾱ], ὁ, Λακων. λέξ. παρ’ Ἀριστοφ. ἐν Λυσ. 170, ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος, τὸ ἄστατον καὶ θορυβῶδες πλῆθος τῶν Ἀθηναίων· ὁ Ἡσύχ. καὶ ὁ Φώτ. ἑρμηνεύουσι τὸ ῥυάχετος διὰ τοῦ ὁ ῥέων ὀχετός· ἡ δὲ μαρτυρία αὐτῶν ὡς καὶ ἡ πιθανὴ ἐκ τοῦ ῥύαξ ἐτυμολογία βεβαιοῦσι τὸν τύπον τοῦτον· τὸ Ραβ. Ἀντιγραφ. τοῦ Ἀριστοφ. ἔχει ῥυάγχετος· ἕτερα Ἀντίγραφα καὶ ὁ Σουΐδ. ἔχουσι ῥυχάχετος· -πρβλ. σύρφαξ.

Greek Monolingual

ὁ, Α
θορυβώδης όχλος, συρφετός («ὁ τῶν Ἀσαναίων ῥυάχετος», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μηδενισμένη βαθμίδα ῥυF- του ῥέω με εκφραστικό δασύ πρόσφυμα -αχ- και επίθημα -ετός (πρβλ. συρφετός)].