καταγοητεύω: Difference between revisions

From LSJ

Νέος πεφυκὼς πολλὰ χρηστὰ μάνθανε → Dum floret aetas, disce, quod scitum decet → In jungem Alter lerne viel, was brauchbar ist

Menander, Monostichoi, 373
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katagoiteyo
|Transliteration C=katagoiteyo
|Beta Code=katagohteu/w
|Beta Code=katagohteu/w
|Definition=<span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[bewitch]]: hence, [[cheat]] or [[blind by trickery]], τινα <span class="bibl">X. <span class="title">Cyr.</span>8.1.40</span>; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in <span class="bibl">X.<span class="title">An.</span>5.7.9</span>, <span class="bibl">M.Ant.10.13</span>; <b class="b3">κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος</b> meat [[disguised]] by sauce, <span class="bibl">Ael.<span class="title">NA</span>4.40</span>.</span>
|Definition=[[bewitch]]: hence, [[cheat]] or [[blind by trickery]], τινα [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''8.1.40; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., [[varia lectio|v.l.]] in X.''An.''5.7.9, M.Ant.10.13; <b class="b3">κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος</b> meat [[disguised]] by sauce, Ael.''NA''4.40.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1343.png Seite 1343]] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> [[tromper par des moyens de charlatan]], [[ensorceler]];<br /><b>2</b> [[falsifier]], [[altérer]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γοητεύω]].
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-γοητεύω betoveren, misleiden.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγοητεύω:'''<br /><b class="num">1</b> [[пленять]], [[очаровывать]] (τοὺς ἀρχομένους Xen.; τινὰ προς τι Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[вводить в заблуждение]], [[морочить]] (ἐξαπατηθέντες καὶ καταγοητευθέντες [[ὑπό]] τινος Xen.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''καταγοητεύω''': [[καταμαγεύω]], ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.
|lstext='''καταγοητεύω''': [[καταμαγεύω]], ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;<br /><b>2</b> falsifier, altérer.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[γοητεύω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 30:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''καταγοητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μαγεύω]], [[εξαπατώ]] με τεχνάσματα· [[εξαπατώ]] ή [[τυφλώνω]] με πανουργίες, <i>τινά</i>, σε Ξεν.
|lsmtext='''καταγοητεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[μαγεύω]], [[εξαπατώ]] με τεχνάσματα· [[εξαπατώ]] ή [[τυφλώνω]] με πανουργίες, <i>τινά</i>, σε Ξεν.
}}
{{elnl
|elnltext=κατα-γοητεύω betoveren, misleiden.
}}
{{elru
|elrutext='''καταγοητεύω:'''<br /><b class="num">1)</b> пленять, очаровывать (τοὺς ἀρχομένους Xen.; τινὰ προς τι Plut.);<br /><b class="num">2)</b> вводить в заблуждение, морочить (ἐξαπατηθέντες καὶ καταγοητευθέντες [[ὑπό]] τινος Xen.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[enchant]], [[bewitch]]: to [[cheat]] or [[blind]] by [[trickery]], τινά Xen.
|mdlsjtxt=fut. σω<br />to [[enchant]], [[bewitch]]: to [[cheat]] or [[blind]] by [[trickery]], τινά Xen.
}}
}}

Latest revision as of 10:42, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταγοητεύω Medium diacritics: καταγοητεύω Low diacritics: καταγοητεύω Capitals: ΚΑΤΑΓΟΗΤΕΥΩ
Transliteration A: katagoēteúō Transliteration B: katagoēteuō Transliteration C: katagoiteyo Beta Code: katagohteu/w

English (LSJ)

bewitch: hence, cheat or blind by trickery, τινα X.Cyr.8.1.40; ἡδονὴ τὸ σῶμα -γεγοήτευκεν Plu.2.986e:—Pass., v.l. in X.An.5.7.9, M.Ant.10.13; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος meat disguised by sauce, Ael.NA4.40.

German (Pape)

[Seite 1343] bezaubern, betrügen, durch Blendwerke u. listige Kunstgriffe imponiren, τινά, Xen. Cyr. 8, 1, 40; ἐξαπατηθέντας καὶ καταγοητευθέντας An. 5, 7, 9; Sp.; κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, verfälscht od. künstlich zubereitet, Ael. H. A. 4, 40.

French (Bailly abrégé)

1 tromper par des moyens de charlatan, ensorceler;
2 falsifier, altérer.
Étymologie: κατά, γοητεύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατα-γοητεύω betoveren, misleiden.

Russian (Dvoretsky)

καταγοητεύω:
1 пленять, очаровывать (τοὺς ἀρχομένους Xen.; τινὰ προς τι Plut.);
2 вводить в заблуждение, морочить (ἐξαπατηθέντες καὶ καταγοητευθέντες ὑπό τινος Xen.).

Greek (Liddell-Scott)

καταγοητεύω: καταμαγεύω, ἐξαπατῶ διὰ τεχνασμάτων, τινὰ Ξεν. Κύρ. 8. 1, 40, Ἀν. 5. 7, 9, Πλούτ. 2. 986Ε, κτλ.· κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος, μεταβληθέντος, τροποποιηθέντος διὰ τῆς καρυκευτικῆς τέχνης, Αἰλ. π. Ζ. 4. 40.

Greek Monolingual

(AM καταγοητεύω)
γοητεύω κάποιον σε μεγάλο βαθμό, μαγεύω κάποιον, σαγηνεύω
αρχ.
1. εξαπατώ με τεχνάσματα («καταγοητεύειν ὤετο χρῆναι αὐτούς», Ξεν.)
2. γαληνεύω κάποιον, κατευνάζω κάποιον
3. παθ. καταγοητεύομαι
παρασκευάζομαι με τέτοιο τρόπο ώστε να είμαι αρεστός («κρέως καρυκείᾳ καταγοητευθέντος» — το κρέας που παρασκευάστηκε με καρυκεύματα για να είναι νόστιμο, Αιλ.).

Greek Monotonic

καταγοητεύω: μέλ. -σω, μαγεύω, εξαπατώ με τεχνάσματα· εξαπατώ ή τυφλώνω με πανουργίες, τινά, σε Ξεν.

Middle Liddell

fut. σω
to enchant, bewitch: to cheat or blind by trickery, τινά Xen.