εὔκραιρος: Difference between revisions
Οὐ γὰρ ἀργίας ὤνιον ἡ ὑγίεια καὶ ἀπραξίας, ἅ γε δὴ μέγιστα κακῶν ταῖς νόσοις πρόσεστι, καὶ οὐδὲν διαφέρει τοῦ τὰ ὄμματα τῷ μὴ διαβλέπειν καὶ τὴν φωνὴν τῷ μὴ φθέγγεσθαι φυλάττοντος ὁ τὴν ὑγίειαν ἀχρηστίᾳ καὶ ἡσυχίᾳ σῴζειν οἰόμενος → For health is not to be purchased by idleness and inactivity, which are the greatest evils attendant on sickness, and the man who thinks to conserve his health by uselessness and ease does not differ from him who guards his eyes by not seeing, and his voice by not speaking
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(6 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eykrairos | |Transliteration C=eykrairos | ||
|Beta Code=eu)/krairos | |Beta Code=eu)/krairos | ||
|Definition=Ep. | |Definition=Ep. [[ἐϋκραιρος]], ον, also η, ον, ([[κραῖρα]])<br><span class="bld">A</span> [[with fine horns]], especially of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν ''h.Merc.''209; εὐκραίρῳ βοΐ A.''Supp.''300.<br><span class="bld">2</span> of ships, [[with beautiful beak]], Opp.''H.''2.516, Tryph.213. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; [[ναῦς]], wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1076.png Seite 1076]] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; [[ναῦς]], wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>épq.</i> [[ἐΰκραιρος]];<br />ος, ον :<br />[[aux belles cornes]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[κραῖρα]]. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''εὔκραιρος:''' эп. [[ἐΰκραιρος]] 2 [[κραῖρα]] ἡ = [[κέρας]] украшенный красивыми рогами ([[βοῦς]] HH, Aesch.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''εὔκραιρος''': Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, ([[κραῖρα]]) ἔχων ὡραῖα κέρατα, [[εὔκερως]]. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516. | |lstext='''εὔκραιρος''': Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, [[ὡσαύτως]], -α, -ον, ([[κραῖρα]]) ἔχων ὡραῖα κέρατα, [[εὔκερως]]. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔκραιρος]], -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[έμβολο]] («[[εὔκραιρος]] | |mltxt=[[εὔκραιρος]], -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», <b>Αισχύλ.</b><br />β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)<br /><b>2.</b> (για [[πλοίο]]) αυτός που έχει [[ωραίο]] [[έμβολο]] («[[εὔκραιρος]] ναῦς», Οππ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[κραίρα]] «[[άκρον]], [[κεφαλή]]», λ. [[συγγενής]] [[προς]] το [[κέρας]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''εὔκραιρος:''' Επικ. | |lsmtext='''εὔκραιρος:''' Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον ([[κραῖρα]]), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[κραῖρα]]<br />with [[fine]] horns, | |mdlsjtxt=[[κραῖρα]]<br />with [[fine]] horns, especially of oxen, Hhymn. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:43, 25 August 2023
English (LSJ)
Ep. ἐϋκραιρος, ον, also η, ον, (κραῖρα)
A with fine horns, especially of oxen, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν h.Merc.209; εὐκραίρῳ βοΐ A.Supp.300.
2 of ships, with beautiful beak, Opp.H.2.516, Tryph.213.
German (Pape)
[Seite 1076] H. h. Merc. 209, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν, schön gehörnt, Aesch. Suppl. 296; ναῦς, wohlgeschnäbelt, Opp. H. 2, 516.
French (Bailly abrégé)
épq. ἐΰκραιρος;
ος, ον :
aux belles cornes.
Étymologie: εὖ, κραῖρα.
Russian (Dvoretsky)
εὔκραιρος: эп. ἐΰκραιρος 2 κραῖρα ἡ = κέρας украшенный красивыми рогами (βοῦς HH, Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔκραιρος: Ἐπικ. ἐΰκραιρος, ον, ὡσαύτως, -α, -ον, (κραῖρα) ἔχων ὡραῖα κέρατα, εὔκερως. ἰδίως ἐπὶ βοῶν, βουσὶν ἐϋκραίρῃσιν Ὁμ. Ὕμν. εἰς Ἑρμ. 209· εὐκραίρῳ βοῒ Αἰσχύλ. Ἱκ. 300. 2) ἐπὶ πλοίων, ἔχων ὡραῖον ἔμβολον, Ὀππ. Ἁλ. 2. 516.
Greek Monolingual
εὔκραιρος, -ον και εὐκραίρη, -ον, επικ. τ. ἐΰκραιρος, -ον (Α)
1. αυτός που έχει ωραία κέρατα (α. «εὐκραίρῳ βοΐ», Αισχύλ.
β. «εὐκραίρῳ ἀμνῷ», Οππ.)
2. (για πλοίο) αυτός που έχει ωραίο έμβολο («εὔκραιρος ναῦς», Οππ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κραίρα «άκρον, κεφαλή», λ. συγγενής προς το κέρας.
Greek Monotonic
εὔκραιρος: Επικ. ἐΰκρ-, -η, -ον (κραῖρα), αυτός που έχει ωραία κέρατα, λέγεται για βόδια, σε Ομηρ. Ύμν.