φραστήρ: Difference between revisions

From LSJ

Γέλως ἄκαιρος κλαυθμάτων παραίτιος → Grave est malum homini risus haud in tempus → Zur falschen Zeit gelacht, hat Tränen schon gebracht

Menander, Monostichoi, 88
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=frastir
|Transliteration C=frastir
|Beta Code=frasth/r
|Beta Code=frasth/r
|Definition=ῆρος, ὁ, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[teller]], [[expounder]], τινος [[of]] or [[about]] a thing, <span class="bibl">X.<span class="title">Cyr.</span>4.5.17</span>; <b class="b3">ὁδῶν φ</b>. [[guide]], ib.<span class="bibl">5.4.40</span>, cf. <span class="bibl">Ph.2.77</span>, Plu.2.243e: <b class="b3">φ. ὀδόντες</b>, = [[γνώμονες]], the teeth [[that tell]] the age, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>421</span>.</span>
|Definition=φραστῆρος, ὁ, [[teller]], [[expounder]], τινος of or [[about]] a thing, [[Xenophon|X.]]''[[Cyropaedia|Cyr.]]''4.5.17; <b class="b3">ὁδῶν φ.</b> [[guide]], ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: <b class="b3">φ. ὀδόντες</b>, = [[γνώμονες]], the teeth [[that tell]] the age, Sch.Ar.''Ra.''421.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1303.png Seite 1303]] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui indique, explique <i>ou</i> montre.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1</b> [[дающий указания]], [[указчик]] Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;<br /><b class="num">2</b> (''[[sc.]]'' [[ὀδούς]]) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. [[φράτηρ]]).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''φραστήρ''': ῆρος, ὁ ([[φράζω]]) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, [[ὁδηγός]], Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, [[ὁδηγός]], [[αὐτόθι]] 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. [[ἑπτέτης]] (πρβλ. [[φράτηρ]]).
|lstext='''φραστήρ''': ῆρος, ὁ ([[φράζω]]) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, [[ὁδηγός]], Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, [[ὁδηγός]], [[αὐτόθι]] 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. [[ἑπτέτης]] (πρβλ. [[φράτηρ]]).
}}
{{bailly
|btext=ῆρος (ὁ) :<br />qui indique, explique <i>ou</i> montre.<br />'''Étymologie:''' [[φράζω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φραστὴρ ὁδοῡ [ή ὁδῶν]» — [[οδηγός]]<br />β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η [[ηλικία]] ενός ζώου (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>].
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που δίνει πληροφορίες για [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> α) «φραστὴρ ὁδοῦ [ή ὁδῶν]» — [[οδηγός]]<br />β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η [[ηλικία]] ενός ζώου (Σχόλ. <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φράζω]] (Ι) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρ</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''φραστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[φράζω]]), [[ομιλητής]], αυτός που καθοδηγεί, [[πληροφοριοδότης]], <i>τινος</i>, για ή σχετικά με ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>φραστὴρ ὁδῶν</i>, [[οδηγός]], στον ίδ.· <i>φραστῆρες ὀδόντες</i>, τα δόντια που δηλώνουν την [[ηλικία]].
|lsmtext='''φραστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[φράζω]]), [[ομιλητής]], αυτός που καθοδηγεί, [[πληροφοριοδότης]], <i>τινος</i>, για ή σχετικά με ένα [[πράγμα]], σε Ξεν.· <i>φραστὴρ ὁδῶν</i>, [[οδηγός]], στον ίδ.· <i>φραστῆρες ὀδόντες</i>, τα δόντια που δηλώνουν την [[ηλικία]].
}}
{{elru
|elrutext='''φραστήρ:''' ῆρος ὁ<br /><b class="num">1)</b> дающий указания, указчик Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;<br /><b class="num">2)</b> (sc. [[ὀδούς]]) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. [[φράτηρ]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:45, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φραστήρ Medium diacritics: φραστήρ Low diacritics: φραστήρ Capitals: ΦΡΑΣΤΗΡ
Transliteration A: phrastḗr Transliteration B: phrastēr Transliteration C: frastir Beta Code: frasth/r

English (LSJ)

φραστῆρος, ὁ, teller, expounder, τινος of or about a thing, X.Cyr.4.5.17; ὁδῶν φ. guide, ib.5.4.40, cf. Ph.2.77, Plu.2.243e: φ. ὀδόντες, = γνώμονες, the teeth that tell the age, Sch.Ar.Ra.421.

German (Pape)

[Seite 1303] ὁ, Sprecher, Andeuter, Erklärer, Jeder, der Etwas erklärt, verständlich macht, zeigt; ὁδῶν, Wegweiser, Xen. Cyr. 5, 4,40, vgl. 4, 5,17; ὀδόντες φραστῆρες, = γνώμονες, die Kennzähne, Schol. Ar. Ran. 421.

French (Bailly abrégé)

ῆρος (ὁ) :
qui indique, explique ou montre.
Étymologie: φράζω.

Russian (Dvoretsky)

φραστήρ: ῆρος ὁ
1 дающий указания, указчик Xen., Plut.: φ. ὁδῶν Xen. провожатый, проводник;
2 (sc. ὀδούς) зуб (по которому определяется возраст Arph., см. φράτηρ).

Greek (Liddell-Scott)

φραστήρ: ῆρος, ὁ (φράζω) ὁ φράζων, πληροφορῶν, δεικνύων, ὁδηγός, Ξεν. Κύρου Παιδ. 4. 5, 17· φραστὴρ ὁδῶν, ὁδηγός, αὐτόθι 5. 4. 40, πρβλ. Πλούτ. 2. 243F· ― φραστῆρες ὀδόντες, ἄλλως γνώμονες, οἱ δηλοῦντες τὴν ἡλικίαν, Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Βάτρ. 421, Σουΐδ. ἐν λ. ἑπτέτης (πρβλ. φράτηρ).

Greek Monolingual

-ῆρος, ὁ, Α
1. αυτός που δίνει πληροφορίες για κάτι
2. φρ. α) «φραστὴρ ὁδοῦ [ή ὁδῶν]» — οδηγός
β) «φραστῆρες ὀδόντες» — τα δόντια από τα οποία διακρίνεται η ηλικία ενός ζώου (Σχόλ. Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φράζω (Ι) + κατάλ. -τήρ].

Greek Monotonic

φραστήρ: -ῆρος, ὁ (φράζω), ομιλητής, αυτός που καθοδηγεί, πληροφοριοδότης, τινος, για ή σχετικά με ένα πράγμα, σε Ξεν.· φραστὴρ ὁδῶν, οδηγός, στον ίδ.· φραστῆρες ὀδόντες, τα δόντια που δηλώνουν την ηλικία.