ἀγέραστος: Difference between revisions
Ὁ αὐτὸς ἔφησε τὸν μὲν ὕπνον ὀλιγοχρόνιον θάνατον, τὸν δὲ θάνατον πολυχρόνιον ὕπνον → Plato said that sleep was a short-lived death but death was a long-lived sleep
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=agerastos | |Transliteration C=agerastos | ||
|Beta Code=a)ge/rastos | |Beta Code=a)ge/rastos | ||
|Definition= | |Definition=ἀγέραστον, ([[γέρασ]] [[without a gift of honour]], [[unrecompensed]], Il.1.119, Hes.''Th.''395; ἀ. τύμβος, ὄνομα E.''Hec.''115, ''Ba.''1378; <b class="b3">ἀπελθεῖν ἀ.</b> Luc.''Tyr.''3: c. gen., <b class="b3">θυέων ἀ.</b> A.R 3.65:—cf. [[ἀγείρατος]]. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 10:46, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀγέραστον, (γέρασ without a gift of honour, unrecompensed, Il.1.119, Hes.Th.395; ἀ. τύμβος, ὄνομα E.Hec.115, Ba.1378; ἀπελθεῖν ἀ. Luc.Tyr.3: c. gen., θυέων ἀ. A.R 3.65:—cf. ἀγείρατος.
Spanish (DGE)
-ον
no premiado, no recompensado, no honrado como se merece ὄφρα μὴ οἷος Ἀργεΐων ἀ. ἔω Il.1.119, de dioses ὅστις ἄτιμος ὑπὸ Κρόνου ἠδ' ἀ. Hes.Th.395, ἀγέραστον ἔχων ὄνομ' ἐν Θήβαις de Dioniso, E.Ba.1378, οὐδέ ... ὅ γε δαίμοσιν ἦν ἀ. CEG 595.3 (Atenas IV a.C.), Ἔρως Nonn.D.24.268, ἀπελθεῖν ἀγέραστον Luc.Tyr.3, cf. Gr.Naz.M.37.1495A
•de cosas τύμβον ... ἀγέραστον ἀφέντες E.Hec.115, τὸ σωφρονοῦν ἀγέραστον γίγνεται D.C.41.29.2
•c. gen. θυέων ἀ. A.R.3.65.
German (Pape)
[Seite 12] (γέρας), ohne Ehrengeschenk, Hom. nur Il. 1, 119; Hes. neben ἄτιμος Fh. 395; τύμβος Eur. Hec. 116; ὄνομα Bacch. 1375; mit dem gen., θυέων Ap. Rh. 3, 65; neben ἄμοιρός τινος Plut. sol. an. 23; βόες κεράτων οὐκ ἀγ. Ael. H. A. 2, 53.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non récompensé, non honoré.
Étymologie: ἀ, γέρας.
Russian (Dvoretsky)
ἀγέραστος:
1 оставшийся без награды, ненагражденный Hom., Hes., Luc.;
2 не почтенный дарами, заброшенный, забытый (τύμβος Eur.);
3 оставленный без почестей (ὄνομα Eur.; γένος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀγέραστος: -ον, (γέρας) ὁ ἄνευ ἀμοιβῆς ἢ τιμῆς, ἄνευ βραβείου, Ἰλ. Α., 119, Ἡσ. Θ., 395· ἀγ. τύμβος, Εὐρ. Ἑκ. 117, ὄνομα Βάκχ. 1378· ἀπελθεῖν ἀγ., Λουκ. Τυραννοκ. 3· μετὰ γεν., θυέων, ἀγ., Ἀπολλ. Ῥόδ. 3. 65: - ποιητ. τις τύπος: ἀγείρατος ἀναφέρεται ἐν τῷ Μεγάλῳ Ἐτυμ.
English (Autenrieth)
Greek Monotonic
ἀγέραστος: -ον (γέρας), αυτός που δεν έχει λάβει βραβείο ή έπαθλο τιμής, αυτός που δεν έχει βραβευθεί, που δεν έχει ανταμειφθεί, αυτός που δεν έχει λάβει ανταπόδοση, σε Ομήρ. Ιλ., Ευρ.
Middle Liddell
γέρας
without a gift of honour, unrecompensed, unrewarded, Il., Eur.