ἐφήβαρχος: Difference between revisions
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
(6_14) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=efivarchos | |Transliteration C=efivarchos | ||
|Beta Code=e)fh/barxos | |Beta Code=e)fh/barxos | ||
|Definition=ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω) | |Definition=ὁ, ([[ἔφηβος]], [[ἄρχω]]) [[overseer of the youth]], a magistrate in several Greek cities, ''OGI''339.42 (Sestos), ''IG''12(2).134 (Mytilene, in form ἐφάβ-), 12(3).524 (Thera), ''SIG''798.23 (Cyzicus), etc., cf. Arr.''Epict.''3.1.34, 7.19: | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἐφήβαρχος''': ὁ, ([[ἔφηβος]], ἄρχω) [[ἐπόπτης]] τῶν ἐφήβων, ἄρχων τις ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]], [[οἷον]] ἐν Ἐδέσσῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1997c (προσθῆκαι)· ἐν Κυζίκῳ, 3660, κτλ.· ἴδε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 34., 7. 19· - ἐφηβαρχέω, ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦτο, ἐν Βερροίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1957g (προσθῆκαι)· ἐν Τέῳ, 3085-6· ἐν Φιλαδελφείᾳ, 3421· ἐν Κυζίκῳ, 3665. | |lstext='''ἐφήβαρχος''': ὁ, ([[ἔφηβος]], ἄρχω) [[ἐπόπτης]] τῶν ἐφήβων, ἄρχων τις ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν [[πόλεων]], [[οἷον]] ἐν Ἐδέσσῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1997c (προσθῆκαι)· ἐν Κυζίκῳ, 3660, κτλ.· ἴδε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 34., 7. 19· - ἐφηβαρχέω, ἔχω τὸ [[ἀξίωμα]] τοῦτο, ἐν Βερροίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1957g (προσθῆκαι)· ἐν Τέῳ, 3085-6· ἐν Φιλαδελφείᾳ, 3421· ἐν Κυζίκῳ, 3665. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[ἐφήβαρχος]], ὁ (Α)<br /><b>επιγρ.</b> [[επόπτης]] τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>έφ</i>-<i>ηβος</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>αρχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[άρχω]]), [[πρβλ]]. [[έπαρχος]], [[τριήραρχος]]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:47, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω) overseer of the youth, a magistrate in several Greek cities, OGI339.42 (Sestos), IG12(2).134 (Mytilene, in form ἐφάβ-), 12(3).524 (Thera), SIG798.23 (Cyzicus), etc., cf. Arr.Epict.3.1.34, 7.19:
German (Pape)
[Seite 1116] ὁ, Aufseher über die Jünglinge (s. ἔφηβος), Arr. Epict. 3, 1, 34.
Greek (Liddell-Scott)
ἐφήβαρχος: ὁ, (ἔφηβος, ἄρχω) ἐπόπτης τῶν ἐφήβων, ἄρχων τις ἔν τισι τῶν Ἑλληνικῶν πόλεων, οἷον ἐν Ἐδέσσῃ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1997c (προσθῆκαι)· ἐν Κυζίκῳ, 3660, κτλ.· ἴδε Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 34., 7. 19· - ἐφηβαρχέω, ἔχω τὸ ἀξίωμα τοῦτο, ἐν Βερροίᾳ, Συλλ. Ἐπιγρ. 1957g (προσθῆκαι)· ἐν Τέῳ, 3085-6· ἐν Φιλαδελφείᾳ, 3421· ἐν Κυζίκῳ, 3665.
Greek Monolingual
ἐφήβαρχος, ὁ (Α)
επιγρ. επόπτης τών εφήβων σε μερικές ελληνικές πόλεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έφ-ηβος + -αρχος (< άρχω), πρβλ. έπαρχος, τριήραρχος].