φάβα: Difference between revisions

From LSJ

Τύχη τέχνην ὤρθωσεν, οὐ τέχνη τύχην → Artem fortuna, non ars fortunam erigit → Das Glück erhöht die Kunst und nicht die Kunst das Glück

Menander, Monostichoi, 495
(13)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=fava
|Transliteration C=fava
|Beta Code=fa/ba
|Beta Code=fa/ba
|Definition=ατος, τό, (Lat. <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">faba) beans</b>, Edict.Diocl.1.9 (CIL iii p.232858), 6.38, <span class="title">Hippiatr.</span>7, 104, 129, 130.134, <span class="title">Gloss.</span></span><br /><span class="bld">φάβα·</span> <b class="b3">μέγας φόβος</b>, Hsch.
|Definition=-ατος, τό, (Lat.<br><span class="bld">A</span> [[faba beans]], Edict.Diocl.1.9 (CIL iii p.232858), 6.38, ''Hippiatr.''7, 104, 129, 130.134, ''Glossaria''<br><span class="bld">φάβα</span>· [[μέγας]] [[φόβος]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]
}}
{{ls
|lstext='''φάβα''': «[[μέγας]] [[φόβος]]. καὶ τὸ σύνηθες [[ὄσπριον]]. καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου ([[εἶδος]])» Ἡσύχ.
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />η, ΝΜΑ<br />το γνωστό με τη [[λόγια]] [[ονομασία]] [[φυτό]] [[λάθυρος]] ο [[ήμερος]], [[καθώς]] και ο [[καρπός]] του<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κοινή]] [[ονομασία]] για τα αποφλοιωμένα και, [[συνήθως]], αλευροποιημένα σπέρματα του [[επίσης]] κν. γνωστού ως [[λαθούρι]] και φαβέτα οσπρίου<br /><b>2.</b> (τροφ. τεχνολ.) [[έδεσμα]], με τη [[μορφή]] πηκτής, που παρασκευάζεται με [[μαγείρευμα]] τών αλευροποιημένων σπερμάτων του λαθουριού<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που [[είναι]] [[ανούσιος]], [[χωρίς]] [[νοστιμιά]]<br /><b>4.</b> <b>φρ.</b> «κάποιο λάκκο έχει η [[φάβα]]» — λέγεται για καταστάσεις φαινομενικά εύκολες, για τις οποίες όμως δημιουργούνται υποψίες ότι κρύβουν κάποια [[παγίδα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[εἶδος]] περιστερᾱς ἀγρίας, σπερμοφάγου».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faba</i>, -<i>ae</i> «[[είδος]] οσπρίου»].<br /><b>(II)</b><br />Α<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[μέγας]] [[φόβος]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Δυσερμήνευτος τ. ο [[οποίος]] [[πρέπει]] πιθ. να διαβαστεί <i>φόβᾱ</i> και να συνδεθεί με το ρ. [[φέβομαι]].<br /><b>(III)</b><br />το / [[φάβα]], -ατος, ΝΜΑ<br />η [[φάβα]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>τὰ φάβατα</i><br />οι κύαμοι, τα [[κουκιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> λατ. <i>faba</i> «[[είδος]] οσπρίου»].
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φάβα Medium diacritics: φάβα Low diacritics: φάβα Capitals: ΦΑΒΑ
Transliteration A: phába Transliteration B: phaba Transliteration C: fava Beta Code: fa/ba

English (LSJ)

-ατος, τό, (Lat.
A faba beans, Edict.Diocl.1.9 (CIL iii p.232858), 6.38, Hippiatr.7, 104, 129, 130.134, Glossaria
φάβα· μέγας φόβος, Hsch.

Greek (Liddell-Scott)

φάβα: «μέγας φόβος. καὶ τὸ σύνηθες ὄσπριον. καὶ περιστερᾶς ἀγρίας σπερμοφάγου (εἶδος)» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

(I)
η, ΝΜΑ
το γνωστό με τη λόγια ονομασία φυτό λάθυρος ο ήμερος, καθώς και ο καρπός του
νεοελλ.
1. κοινή ονομασία για τα αποφλοιωμένα και, συνήθως, αλευροποιημένα σπέρματα του επίσης κν. γνωστού ως λαθούρι και φαβέτα οσπρίου
2. (τροφ. τεχνολ.) έδεσμα, με τη μορφή πηκτής, που παρασκευάζεται με μαγείρευμα τών αλευροποιημένων σπερμάτων του λαθουριού
3. μτφ. (για πρόσ. ή πράγμ.) αυτός που είναι ανούσιος, χωρίς νοστιμιά
4. φρ. «κάποιο λάκκο έχει η φάβα» — λέγεται για καταστάσεις φαινομενικά εύκολες, για τις οποίες όμως δημιουργούνται υποψίες ότι κρύβουν κάποια παγίδα
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «εἶδος περιστερᾱς ἀγρίας, σπερμοφάγου».
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba, -ae «είδος οσπρίου»].
(II)
Α
(κατά τον Ησύχ.) «μέγας φόβος».
[ΕΤΥΜΟΛ. Δυσερμήνευτος τ. ο οποίος πρέπει πιθ. να διαβαστεί φόβᾱ και να συνδεθεί με το ρ. φέβομαι.
(III)
το / φάβα, -ατος, ΝΜΑ
η φάβα
μσν.
στον πληθ. τὰ φάβατα
οι κύαμοι, τα κουκιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. faba «είδος οσπρίου»].