ἐποπτεία: Difference between revisions

From LSJ

Λιμὴν πέφυκε πᾶσι παιδεία βροτοῖς → Omnibus doctrina portus est mortalibus → Ein Hafen ist die Bildung allen Sterblichen

Menander, Monostichoi, 312
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(16 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=epopteia
|Transliteration C=epopteia
|Beta Code=e)poptei/a
|Beta Code=e)poptei/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries</b>, <span class="bibl">Plu.<span class="title">Demetr.</span>26</span>, Sch.<span class="bibl">Ar.<span class="title">Ra.</span>757</span> ; ἐ. τινός <b class="b2">initiation into.</b>., <span class="bibl">Mich.<span class="title">in EN</span> 603.34</span> ; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐ. <span class="bibl">Hierocl.<span class="title">in CA</span>26p.481M.</span></span>
|Definition=ἡ, [[epopteia]], [[highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries]], Plu.''Demetr.''26, Sch.Ar.''Ra.''757; ἐποπτεία τινός [[initiation]] into.., Mich.''in EN'' 603.34; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐποπτεία Hierocl.''in CA''26p.481M.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1008.png Seite 1008]] ἡ, das Daraufhinsehen, Beschauen, in den eleusinischen Mysterien die höhere Weihe, Plut. Demetr. 26 u. öfter.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1008.png Seite 1008]] ἡ, das Daraufhinsehen, Beschauen, in den eleusinischen Mysterien die höhere Weihe, Plut. Demetr. 26 u. öfter.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br />contemplation (des mystères), <i>càd</i> le plus haut degré d'initiation dans les mystères d'Éleusis.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπόπτης]].
}}
{{elru
|elrutext='''ἐποπτεία:''' ἡ культ. «[[созерцание]]» (третья и высшая ступень посвященности в Элевсинские мистерии) Plut.
}}
{{ls
|lstext='''ἐποπτεία''': ἡ, ὁ [[τρίτος]] καὶ [[ἀνώτατος]] [[βαθμὸς]] μυήσεως ἐν τοῖς Ἐλευσινίοις μυστηρίοις, Πλουτ. Δημήτρ. 26· πρβλ. [[ἐποπτεύω]] ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.
}}
{{grml
|mltxt=η (AM [[ἐποπτεία]]) [[εποπτεύω]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[επίβλεψη]], [[επιτήρηση]] («ἐχει την [[εποπτεία]] όλης της επιχειρήσεως»)<br /><b>μσν.- νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> η κατ’ [[αίσθηση]] [[αντίληψη]] ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («[[εποπτεία]] ζωγραφικού πίνακα»)<br /><b>2.</b> [[σαφής]] [[γνώση]] του συνόλου και τών επιμέρους στοιχείων κάποιου θέματος<br /><b>αρχ.</b><br />([[αξίωμα]] στα ελευσίνια μυστήρια) ο [[ανώτατος]] [[βαθμός]], [[επιστασία]] («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», <b>Πλούτ.</b>).
}}
}}

Latest revision as of 10:48, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐποπτεία Medium diacritics: ἐποπτεία Low diacritics: εποπτεία Capitals: ΕΠΟΠΤΕΙΑ
Transliteration A: epopteía Transliteration B: epopteia Transliteration C: epopteia Beta Code: e)poptei/a

English (LSJ)

ἡ, epopteia, highest grade of initiation at the Eleusinian mysteries, Plu.Demetr.26, Sch.Ar.Ra.757; ἐποπτεία τινός initiation into.., Mich.in EN 603.34; ἡ διαλεκτικὴ τῶν ὄντων ἐποπτεία Hierocl.in CA26p.481M.

German (Pape)

[Seite 1008] ἡ, das Daraufhinsehen, Beschauen, in den eleusinischen Mysterien die höhere Weihe, Plut. Demetr. 26 u. öfter.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
contemplation (des mystères), càd le plus haut degré d'initiation dans les mystères d'Éleusis.
Étymologie: ἐπόπτης.

Russian (Dvoretsky)

ἐποπτεία: ἡ культ. «созерцание» (третья и высшая ступень посвященности в Элевсинские мистерии) Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἐποπτεία: ἡ, ὁ τρίτος καὶ ἀνώτατος βαθμὸς μυήσεως ἐν τοῖς Ἐλευσινίοις μυστηρίοις, Πλουτ. Δημήτρ. 26· πρβλ. ἐποπτεύω ΙΙ. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 130.

Greek Monolingual

η (AM ἐποπτεία) εποπτεύω
νεοελλ.
επίβλεψη, επιτήρηση («ἐχει την εποπτεία όλης της επιχειρήσεως»)
μσν.- νεοελλ.
1. η κατ’ αίσθηση αντίληψη ενός αντικειμένου που περιλαμβάνει όλα τα διακριτικά του γνωρίσματα («εποπτεία ζωγραφικού πίνακα»)
2. σαφής γνώση του συνόλου και τών επιμέρους στοιχείων κάποιου θέματος
αρχ.
(αξίωμα στα ελευσίνια μυστήρια) ο ανώτατος βαθμός, επιστασία («ἅμα καὶ τὴν ἐποπτείαν τοῦ Δημητρίου προσεπιλαβόντος», Πλούτ.).