προγάστωρ: Difference between revisions

From LSJ

οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth

Source
(1b)
m (LSJ1 replacement)
 
(14 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=progastor
|Transliteration C=progastor
|Beta Code=proga/stwr
|Beta Code=proga/stwr
|Definition=ορος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">pot-bellied</b>, <b class="b2">potbellied</b>, <b class="b2">paunchy</b>, Gerhard <span class="title">Phoinix</span> p.6, <span class="bibl">Str.4.4.6</span>, <span class="title">App.Anth.</span>5.11, <span class="bibl">Luc.<span class="title">Nec.</span>11</span>, Gal.10.145, Adam.2.31; of a <b class="b2">pot-bellied</b> bottle, <span class="bibl">Antiph. 224.6</span>: Comp. προγαστρότερα Hp.<b class="b2">Aër</b>.24.</span>
|Definition=-ορος, ὁ, ἡ, [[pot-bellied]], [[potbellied]], [[paunchy]], Gerhard ''Phoinix'' p.6, Str.4.4.6, ''App.Anth.''5.11, Luc.''Nec.''11, Gal.10.145, Adam.2.31; of a [[pot-bellied]] bottle, Antiph. 224.6: Comp. προγαστρότερα Hp.Aër.24.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ορος, ὁ, ἡ, mit vorstehendem Bauche, Hängebauch; En. ad. 552 (App. 321); vgl. Schol. Ar. Ran. 202; Luc. Merc. cond. 42 u. oft. – Auch πρόγαστρος, Galen. (?).
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0713.png Seite 713]] ορος, ὁ, ἡ, mit vorstehendem Bauche, Hängebauch; En. ad. 552 (App. 321); vgl. Schol. Ar. Ran. 202; Luc. Merc. cond. 42 u. oft. – Auch πρόγαστρος, Galen. (?).
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''προγάστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προτεταμένην τὴν κοιλίαν, «κοιλαρᾶς», πιθ. γραφὴ ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 295, Στράβ. 199, Ἀνθ. Π. παραρτ. 321, Λουκ. Νεκυομ. 11· τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» παρ’ Ἀθηναίῳ 500F.
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />[[au ventre énorme]].<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γαστήρ]].
}}
{{elnl
|elnltext=προγάστωρ -ορος &#91;[[πρό]], [[γαστήρ]]] [[dikbuikig]].
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />au ventre énorme.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[γαστήρ]].
|elrutext='''προγάστωρ:''' ορος adj. толстобрюхий, пузатый Luc., Anth.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, η / [[προγάστωρ]], -ορος, ΝΑ, και προγάστορας Ν<br />αυτός που έχει προτεταμένη την [[κοιλιά]] του, ο [[κοιλαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]] «[[κοιλιά]]»), <b>πρβλ.</b> <i>υδρο</i>-<i>γάστωρ</i>].
|mltxt=ο, η / [[προγάστωρ]], -ορος, ΝΑ, και προγάστορας Ν<br />αυτός που έχει προτεταμένη την [[κοιλιά]] του, ο [[κοιλαράς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>προ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>γάστωρ</i> (<span style="color: red;"><</span> [[γαστήρ]] «[[κοιλιά]]»), [[πρβλ]]. [[υδρογάστωρ]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''προγάστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει προτεταμένη [[κοιλιά]], [[κοιλαράς]], σε Ανθ.
|lsmtext='''προγάστωρ:''' -ορος, ὁ, ἡ ([[γαστήρ]]), αυτός που έχει προτεταμένη [[κοιλιά]], [[κοιλαράς]], σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προγάστωρ:''' ορος adj. толстобрюхий, пузатый Luc., Anth.
|lstext='''προγάστωρ''': -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προτεταμένην τὴν κοιλίαν, «κοιλαρᾶς», πιθ. γραφὴ ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 295, Στράβ. 199, Ἀνθ. Π. παραρτ. 321, Λουκ. Νεκυομ. 11· τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» παρ’ Ἀθηναίῳ 500F.
}}
{{elnl
|elnltext=προγάστωρ -ορος [πρό, γαστήρ] dikbuikig.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[γαστήρ]]<br />fat-[[paunch]], Anth.
|mdlsjtxt=προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, [[γαστήρ]]<br />fat-[[paunch]], Anth.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=-ορος (=[[κοιλαράς]]). Ἀπό τό [[πρό]] + [[γαστήρ]] (=[[κοιλιά]]).
}}
}}

Latest revision as of 10:49, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: προγάστωρ Medium diacritics: προγάστωρ Low diacritics: προγάστωρ Capitals: ΠΡΟΓΑΣΤΩΡ
Transliteration A: progástōr Transliteration B: progastōr Transliteration C: progastor Beta Code: proga/stwr

English (LSJ)

-ορος, ὁ, ἡ, pot-bellied, potbellied, paunchy, Gerhard Phoinix p.6, Str.4.4.6, App.Anth.5.11, Luc.Nec.11, Gal.10.145, Adam.2.31; of a pot-bellied bottle, Antiph. 224.6: Comp. προγαστρότερα Hp.Aër.24.

German (Pape)

[Seite 713] ορος, ὁ, ἡ, mit vorstehendem Bauche, Hängebauch; En. ad. 552 (App. 321); vgl. Schol. Ar. Ran. 202; Luc. Merc. cond. 42 u. oft. – Auch πρόγαστρος, Galen. (?).

French (Bailly abrégé)

ορος (ὁ, ἡ)
au ventre énorme.
Étymologie: πρό, γαστήρ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

προγάστωρ -ορος [πρό, γαστήρ] dikbuikig.

Russian (Dvoretsky)

προγάστωρ: ορος adj. толстобрюхий, пузатый Luc., Anth.

Greek Monolingual

ο, η / προγάστωρ, -ορος, ΝΑ, και προγάστορας Ν
αυτός που έχει προτεταμένη την κοιλιά του, ο κοιλαράς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -γάστωρ (< γαστήρ «κοιλιά»), πρβλ. υδρογάστωρ].

Greek Monotonic

προγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ (γαστήρ), αυτός που έχει προτεταμένη κοιλιά, κοιλαράς, σε Ανθ.

Greek (Liddell-Scott)

προγάστωρ: -ορος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων προτεταμένην τὴν κοιλίαν, «κοιλαρᾶς», πιθ. γραφὴ ἐν Ἱππ. περὶ Ἀέρ. 295, Στράβ. 199, Ἀνθ. Π. παραρτ. 321, Λουκ. Νεκυομ. 11· τοὺς κάδους μὲν οὖν καλοῦσι γαυλοὺς πάντες οἱ προγάστορες Ἀντιφάνης ἐν «Χρυσίδι» παρ’ Ἀθηναίῳ 500F.

Middle Liddell

προ-γάστωρ, ορος, ὁ, ἡ, γαστήρ
fat-paunch, Anth.

Mantoulidis Etymological

-ορος (=κοιλαράς). Ἀπό τό πρό + γαστήρ (=κοιλιά).