κατάτεχνος: Difference between revisions

From LSJ

Χαίρειν ἐπ' αἰσχροῖς οὐδέποτε χρὴ πράγμασιν → Non decet in rebus esse laetum turpibus → In schlimmer Not ist Freude niemals angebracht

Menander, Monostichoi, 544
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(10 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katatechnos
|Transliteration C=katatechnos
|Beta Code=kata/texnos
|Beta Code=kata/texnos
|Definition=ον, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[artificial]], [[κίνημα]] (v.l. κακο-) <span class="title">AP</span>5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; epith. of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. [[κατατηξίτεχνος]]); cf. [[κακιζότεχνος]].</span>
|Definition=κατάτεχνον, [[artificial]], [[κίνημα]] ([[varia lectio|v.l.]] κακο-) ''AP''5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; [[epithet]] of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. [[κατατηξίτεχνος]]); cf. [[κακιζότεχνος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1385.png Seite 1385]] kunstvoll; [[κίνημα]] κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; [[λόγος]] Plut. de prof. virt. p. 252.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1385.png Seite 1385]] kunstvoll; [[κίνημα]] κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; [[λόγος]] Plut. de prof. virt. p. 252.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />[[fait avec art]], [[d'un art consommé]].<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέχνη]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάτεχνος:''' [[искусный]], [[доведенный до совершенства]] ([[λόγος]] Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''κατάτεχνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[τεχνικός]], [[λίαν]] [[ἔντεχνος]], [[κίνημα]] κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· [[λόγος]] πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα [[μέλη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. [[κακιζότεχνος]].
|lstext='''κατάτεχνος''': -ον, καθ’ ὑπερβολὴν [[τεχνικός]], [[λίαν]] [[ἔντεχνος]], [[κίνημα]] κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· [[λόγος]] πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς [[ἑαυτοῦ]] κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα [[μέλη]] Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. [[κακιζότεχνος]].
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />fait avec art, d’un art consommé.<br />'''Étymologie:''' [[κατά]], [[τέχνη]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατάτεχνος]], -ον (Α)<br />εντελώς [[σύμφωνος]] με τους κανόνες της τέχνης, πολύ [[έντεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έν</i>-<i>τεχνος</i>, <i>σύν</i>-<i>τεχνος</i>].
|mltxt=[[κατάτεχνος]], -ον (Α)<br />εντελώς [[σύμφωνος]] με τους κανόνες της τέχνης, πολύ [[έντεχνος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>τεχνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέχνη]]), [[πρβλ]]. [[έντεχνος]], [[σύντεχνος]]].
}}
{{elru
|elrutext='''κατάτεχνος:''' искусный, доведенный до совершенства ([[λόγος]] Plut.; [[κίνημα]] Anth.).
}}
}}

Latest revision as of 10:50, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάτεχνος Medium diacritics: κατάτεχνος Low diacritics: κατάτεχνος Capitals: ΚΑΤΑΤΕΧΝΟΣ
Transliteration A: katátechnos Transliteration B: katatechnos Transliteration C: katatechnos Beta Code: kata/texnos

English (LSJ)

κατάτεχνον, artificial, κίνημα (v.l. κακο-) AP5.131 (Phld., Sup.); τὸ κ. Plu.2.79b; epithet of Callimachus the sculptor, Vitr.4.1.10codd. (sed leg. κατατηξίτεχνος); cf. κακιζότεχνος.

German (Pape)

[Seite 1385] kunstvoll; κίνημα κατατεχνότατον Philodem. 21 (V, 132), verkünstelt; Ar. Av. 920; λόγος Plut. de prof. virt. p. 252.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
fait avec art, d'un art consommé.
Étymologie: κατά, τέχνη.

Russian (Dvoretsky)

κατάτεχνος: искусный, доведенный до совершенства (λόγος Plut.; κίνημα Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάτεχνος: -ον, καθ’ ὑπερβολὴν τεχνικός, λίαν ἔντεχνος, κίνημα κατατεχνότατον Ἀνθ. Π. 5. 132· λόγος πανηγυρικὸς καὶ κ., τὸ πικρὸν καὶ κ. τῆς ἑαυτοῦ κατασκευῆς Πλουτ. 2. 78Β· τὰ κ. ποικίλα μέλη Ἀριστοφ. Ὄρν. 920· ἀλλ’ ὁ Σουΐδ. ἐν λ. παρθενεῖα, ἀνεγίνωσκε, κακότεχνα· ἐπίθ. Καλλιμάχου τοῦ γλύπτου, Βιτρούβ. 4. 1, 10· ἀλλὰ πρβλ. κακιζότεχνος.

Greek Monolingual

κατάτεχνος, -ον (Α)
εντελώς σύμφωνος με τους κανόνες της τέχνης, πολύ έντεχνος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + -τεχνος (< τέχνη), πρβλ. έντεχνος, σύντεχνος].