στυφός: Difference between revisions
From LSJ
(39) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=styfos | |Transliteration C=styfos | ||
|Beta Code=stufo/s | |Beta Code=stufo/s | ||
|Definition= | |Definition=στυφή, στυφόν, [[astringent]], [[οἶνος]] ''Gp.''6.11.2 (Comp.), but <b class="b3">σ. οἶνος</b>, = [[viscidus]], ''Glossaria'', and so perhaps ''Gp.''l.c.: metaph., <b class="b3">Νεμέσεως ἀστὴρ.. τῇ γεύσει σ.</b> Vett.Val.2.23. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] = [[στυφρός]], Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0960.png Seite 960]] = [[στυφρός]], Sp. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />âcre, acerbe ; astringent.<br />'''Étymologie:''' DELG étym. ignorée. | |||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''στῡφός:''' [[varia lectio|v.l.]] [[στύφος]] 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.). | |||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''στῡφός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2. | |lstext='''στῡφός''': -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2. | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]]. | |mltxt=-ή, -ό / [[στυφός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[στύφω]]<br /><b>1.</b> (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική [[γεύση]], που προκαλεί παροδική [[ξηρότητα]] στο [[στόμα]], όπως λ.χ. το [[κυδώνι]], το [[μούσμουλο]] και τα άγουρα φρούτα<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> α) [[δυσάρεστος]]<br />β) δυσαρεστημένος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>μτφ.</b> [[αυστηρός]]. | ||
}} | |||
{{mantoulidis | |||
|mantxt=Ἀπό τό [[στύφω]], ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:50, 25 August 2023
English (LSJ)
στυφή, στυφόν, astringent, οἶνος Gp.6.11.2 (Comp.), but σ. οἶνος, = viscidus, Glossaria, and so perhaps Gp.l.c.: metaph., Νεμέσεως ἀστὴρ.. τῇ γεύσει σ. Vett.Val.2.23.
German (Pape)
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
âcre, acerbe ; astringent.
Étymologie: DELG étym. ignorée.
Russian (Dvoretsky)
στῡφός: v.l. στύφος 3 вяжущий на вкус, терпкий (ὁ χυμὸς τοῦ καρποῦ Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
στῡφός: -ή, -όν, ὡς καὶ νῦν, Ἀριστ. π. Φυτ. 2. 10, 2, Γεωπ. 6, 11, 2.
Greek Monolingual
-ή, -ό / στυφός, -ή, -όν, ΝΜΑ στύφω
1. (για εδώδιμα) αυτός που έχει στυπτική γεύση, που προκαλεί παροδική ξηρότητα στο στόμα, όπως λ.χ. το κυδώνι, το μούσμουλο και τα άγουρα φρούτα
2. μτφ. α) δυσάρεστος
β) δυσαρεστημένος
αρχ.
μτφ. αυστηρός.
Mantoulidis Etymological
Ἀπό τό στύφω, ὅπου δές γιά περισσότερα παράγωγα.