Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

σταθμητός: Difference between revisions

From LSJ
(11)
 
m (LSJ1 replacement)
 
(18 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=stathmitos
|Transliteration C=stathmitos
|Beta Code=staqmhto/s
|Beta Code=staqmhto/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">to be measured</b>, <b class="b3">ἐμοὶ οὐδὲν σ</b>. 'I am nothing to judge by', <span class="bibl">Pl. <span class="title">Chrm.</span>154b</span>, cf. <span class="bibl">Poll.4.93</span>; <b class="b3">οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ</b>. Arr.<b class="b2">Peripl.M. Eux</b>.8, cf. <span class="bibl"><span class="title">Fr.</span>166</span> J.</span>
|Definition=σταθμητή, σταθμητόν, to [[be measured]], <b class="b3">ἐμοὶ οὐδὲν σ.</b> 'I am nothing to judge by', Pl. ''Chrm.''154b, cf. Poll.4.93; <b class="b3">οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ.</b> Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. ''Fr.''166 J.
}}
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0927.png Seite 927]] adj. verb. von [[σταθμάω]], gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui peut être réglé]];<br /><b>2</b> qu'on peut mesurer.<br />'''Étymologie:''' [[σταθμάω]].
}}
{{elnl
|elnltext=σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.
}}
{{elru
|elrutext='''σταθμητός:''' [adj. verb. к [[σταθμάω]] измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.
}}
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[σταθμητός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[σταθμώ]]<br />αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει [[κανείς]] («σταθμητοί παράγοντες»).
}}
{{lsm
|lsmtext='''σταθμητός:''' -ή, -όν ([[σταθμάω]]), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει [[κάποιος]], σε Πλάτ.
}}
{{ls
|lstext='''σταθμητός''': -ή, -όν, ([[σταθμάω]]) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., [[ἀμέτρητος]], ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ [[μέγεθος]] Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[σταθμητός]], ή, όν [[σταθμάω]]<br />to be [[measured]], Plat.
}}
}}

Latest revision as of 10:51, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σταθμητός Medium diacritics: σταθμητός Low diacritics: σταθμητός Capitals: ΣΤΑΘΜΗΤΟΣ
Transliteration A: stathmētós Transliteration B: stathmētos Transliteration C: stathmitos Beta Code: staqmhto/s

English (LSJ)

σταθμητή, σταθμητόν, to be measured, ἐμοὶ οὐδὲν σ. 'I am nothing to judge by', Pl. Chrm.154b, cf. Poll.4.93; οὔτε πλῆθος οὔτε μέγεθος σ. Arr.Peripl.M. Eux.8, cf. Fr.166 J.

German (Pape)

[Seite 927] adj. verb. von σταθμάω, gemessen, wonach man sich messen darf, ἐμοὶ μὲν οὖν οὐδὲν σταθμητόν, nach mir darf man sich freilich nicht richten, Plat. Charm. 154 b.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui peut être réglé;
2 qu'on peut mesurer.
Étymologie: σταθμάω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σταθμητός -ή -όν [σταθμάω] meetbaar:. ἐμοί... οὐδὲν σταθμητόν voor mij is niets meetbaar, d.w.z. op mijn beoordelingsvermogen kun je niet afgaan Plat. Chrm. 154b.

Russian (Dvoretsky)

σταθμητός: [adj. verb. к σταθμάω измеряемый: ἐμοὶ οὐδὲν σταθμητόν Plat. со мной сообразоваться не следует, т. е. я тут не судья.

Greek Monolingual

-ή, -ό / σταθμητός, -ή, -όν, ΝΜΑ σταθμώ
αυτός που μπορεί να σταθμηθεί, να ζυγιστεί
νεοελλ.
αυτός τον οποίο μπορεί να κρίνει, να μετρήσει, να υπολογίσει κανείς («σταθμητοί παράγοντες»).

Greek Monotonic

σταθμητός: -ή, -όν (σταθμάω), αυτός τον οποίο μπορεί να μετρήσει, να ζυγίσει, να προβλέψει κάποιος, σε Πλάτ.

Greek (Liddell-Scott)

σταθμητός: -ή, -όν, (σταθμάω) ὃν δύναται νὰ μετρήσῃ τις, τινι, διά τινος μέτρου, Πλάτ. Χαρμ. 154Β, πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 93· οὐ στ., ἀμέτρητος, ἀνυπολόγιστος, Νικήτ. Χρον. 81D· οὐ στ. τὸ μέγεθος Ἀρρ. παρὰ Σουΐδ.

Middle Liddell

σταθμητός, ή, όν σταθμάω
to be measured, Plat.