τόσσαις: Difference between revisions
μὴ περιρέμβου ζητοῦσα θεόν → do not roam about looking for god
(12) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(12 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=tossais | |Transliteration C=tossais | ||
|Beta Code=to/ssais | |Beta Code=to/ssais | ||
|Definition=Aeol. for | |Definition=Aeol. for [[τόσσας]], aor. part. of an unknown pres.<br><span class="bld">A</span> = [[τυγχάνω]], [[happen]] to be, Pi.''P.''3.27 (just as [[τυχών]] is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.''Fr.''22; cf. [[ἐπέτοσσε]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<span class="bld">1</span><i>dat. pl. fém. de</i> [[τόσσος]].<br /><span class="bld">2</span><i>nom. masc. sg. part. ao. Act. dor.</i> : s'étant trouvé par hasard PIND.<br />'''Étymologie:''' dor. p. *τόσσᾱς, v. [[ἐπέτοσσε]] ; cf. [[τυγχάνω]]. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''τόσσαις''': Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ [[ἄγνωστος]] ὁ ἐνεστ. = [[τυγχάνω]], ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι [[τόσσαις]] ἄϊεν ναοῦ [[βασιλεύς]], ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ [[βασιλεύς]], δηλ. ὁ [[Ἀπόλλων]], ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, [[αὐτόθι]] 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. [[ἐπέτοσσε]]. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ [[τόξον]], συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, [[τυγχάνω]]· ἴδε ἐν λέξ. [[τίκτω]]). | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=Α<br />συνέβη να [[είναι]], έτυχε να [[είναι]]. | |||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''τόσσαις:''' Δωρ. αντί [[τόσσας]], μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι [[άγνωστος]] = [[τυγχάνω]], τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ. | |||
}} | |||
{{mdlsj | |||
|mdlsjtxt== [[τυχών]] [aor1 [[part]]. of an [[unknown]] pres.]<br />to [[happen]] to be, Pind. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:51, 25 August 2023
English (LSJ)
Aeol. for τόσσας, aor. part. of an unknown pres.
A = τυγχάνω, happen to be, Pi.P.3.27 (just as τυχών is used, ib.4.5); inf., τόσσαι καλῶν Id.Fr.22; cf. ἐπέτοσσε.
French (Bailly abrégé)
1dat. pl. fém. de τόσσος.
2nom. masc. sg. part. ao. Act. dor. : s'étant trouvé par hasard PIND.
Étymologie: dor. p. *τόσσᾱς, v. ἐπέτοσσε ; cf. τυγχάνω.
Greek (Liddell-Scott)
τόσσαις: Δωρικ. ἀντὶ τόσσας, μετοχ. ἀορ., οὗ ἄγνωστος ὁ ἐνεστ. = τυγχάνω, ἐν δ’ ἄρα μηλοδόκῳ Πυθῶνι τόσσαις ἄϊεν ναοῦ βασιλεύς, ἐν δὲ τῷ Πυθῶνι τυχὼν ὁ βασιλεύς, δηλ. ὁ Ἀπόλλων, ἐπῄσθετο, Πινδ. Π. 3. 48 (ἀκριβῶς ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας ἐφ’ ἧς κεῖται τὸ τυχών, αὐτόθι 4. 7), πρβλ. Böckh Nott Crit. σ. 456, καὶ ἴδε ἐν λ. ἐπέτοσσε. (Πιθ. ἐκ τῆς √ΤΟΚ, ἐξ ἧς τὸ τόξον, συγγενοῦς δὲ τῇ √ΤΥΧ, τυγχάνω· ἴδε ἐν λέξ. τίκτω).
Greek Monolingual
Α
συνέβη να είναι, έτυχε να είναι.
Greek Monotonic
τόσσαις: Δωρ. αντί τόσσας, μτχ. αορ. του οποίου ο ενεστ. είναι άγνωστος = τυγχάνω, τυχαίνει να είμαι, σε Πίνδ.
Middle Liddell
= τυχών [aor1 part. of an unknown pres.]
to happen to be, Pind.