ζωόφυτος: Difference between revisions

From LSJ

μηδ' εἰς ὀρχηστρίδος εἰσᾴττειν, ἵνα μὴ πρὸς ταῦτα κεχηνὼς μήλῳ βληθεὶς ὑπὸ πορνιδίου τῆς εὐκλείας ἀποθραυσθῇς → and not to dart into the house of a dancing-woman, lest, while gaping after these things, being struck with an apple by a wanton, you should be damaged in your reputation

Source
(16)
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=zoofytos
|Transliteration C=zoofytos
|Beta Code=zwo/futos
|Beta Code=zwo/futos
|Definition=ον,= <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> ζώφυτος <span class="bibl">11</span>, μέρη Plu.2.701c. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> ζωόφῠτον, τό, <b class="b2">zoöphyte</b>, <span class="bibl">S.E.<span class="title">P.</span>1.41</span> codd. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">2</span> = [[ἀείζωον τὸ μέγα]] Ps.-Dsc.4.88.</span>
|Definition=ζωόφυτον, =<br><span class="bld">A</span> ζώφυτος ''ΙΙ'', μέρη Plu.2.701c.<br><span class="bld">II</span> ζωόφῠτον, τό, zoöphyte, S.E.''P.''1.41 codd.<br><span class="bld">2</span> = [[ἀείζωον τὸ μέγα]] Ps.-Dsc.4.88.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ζώφυτος]].
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''ζωόφῠτος''': -ον, = [[ζώφυτος]], Πλούτ. 2. 701Β. ΙΙ. ζῳόφυτον, τό, [[πλάσμα]] μεταξὺ ζῴου καὶ φυτοῦ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 18. 1, 6.
|lstext='''ζωόφῠτος''': -ον, = [[ζώφυτος]], Πλούτ. 2. 701Β. ΙΙ. ζῳόφυτον, τό, [[πλάσμα]] μεταξὺ ζῴου καὶ φυτοῦ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 18. 1, 6.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>c.</i> [[ζώφυτος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ζώφυτος]] [[ζωόφυτος]] και [[ζώφυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, [[ζωογόνος]], [[γονιμοποιός]] («ἡ γῆ [[ζώφυτος]] οὖσα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>έμ</i>-<i>φυτος</i>, [[κατά]]-<i>φυτος</i>].
|mltxt=και [[ζώφυτος]] [[ζωόφυτος]] και [[ζώφυτος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, [[ζωογόνος]], [[γονιμοποιός]] («ἡ γῆ [[ζώφυτος]] οὖσα», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, <b>Στοβ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (Ι) <span style="color: red;">+</span> -<i>φυτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φύομαι]]), [[πρβλ]]. <i>έμ</i>-<i>φυτος</i>, [[κατά]]-<i>φυτος</i>].
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ζωόφῠτος Medium diacritics: ζωόφυτος Low diacritics: ζωόφυτος Capitals: ΖΩΟΦΥΤΟΣ
Transliteration A: zōóphytos Transliteration B: zōophytos Transliteration C: zoofytos Beta Code: zwo/futos

English (LSJ)

ζωόφυτον, =
A ζώφυτος ΙΙ, μέρη Plu.2.701c.
II ζωόφῠτον, τό, zoöphyte, S.E.P.1.41 codd.
2 = ἀείζωον τὸ μέγα Ps.-Dsc.4.88.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
c. ζώφυτος.

Greek (Liddell-Scott)

ζωόφῠτος: -ον, = ζώφυτος, Πλούτ. 2. 701Β. ΙΙ. ζῳόφυτον, τό, πλάσμα μεταξὺ ζῴου καὶ φυτοῦ, Ἀριστ. Ι. Ζ. 18. 1, 6.

Greek Monolingual

και ζώφυτος ζωόφυτος και ζώφυτος, -ον (Α)
1. αυτός που παρέχει ζωή στα φυτά, ζωογόνος, γονιμοποιός («ἡ γῆ ζώφυτος οὖσα», Πλούτ.)
2. αυτός που φυτρώνει από τη γη («τὰ ζώφυτα» — τα φυτά, Στοβ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (Ι) + -φυτος (< φύομαι), πρβλ. έμ-φυτος, κατά-φυτος].