συμφόρησις: Difference between revisions

From LSJ

Δεινότερον οὐδὲν ἄλλο μητρυιᾶς κακόν → Nulla est noverca pestis exitalior → Kein schlimmres Übel gibt's als eine Stiefmutter

Menander, Monostichoi, 127
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(8 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=symforisis
|Transliteration C=symforisis
|Beta Code=sumfo/rhsis
|Beta Code=sumfo/rhsis
|Definition=εως, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bringing together]], <span class="bibl">Plu.<span class="title">Per.</span>34</span>, <span class="bibl"><span class="title">Oth.</span>14</span>; of the [[concourse]] of atoms, <span class="bibl">Epicur.<span class="title">Ep.</span>1p.18U.</span> </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> [[collection]], προτάσεων <span class="bibl">Plot.5.8.4</span>.</span>
|Definition=-εως, ἡ,<br><span class="bld">A</span> [[bringing together]], Plu.''Per.''34, ''Oth.''14; of the [[concourse]] of atoms, Epicur.''Ep.''1p.18U.<br><span class="bld">II</span> [[collection]], προτάσεων Plot.5.8.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=εως (ἡ) :<br />rassemblement, foule.<br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
|btext=εως (ἡ) :<br />[[rassemblement]], [[foule]].<br />'''Étymologie:''' [[συμφορέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''συμφόρησις''': ἡ, τὸ φέρειν [[ὁμοῦ]], συσσώρευσις, [[συμφόρησις]] εἰς τὸ ἄστυ τοῦ χωρικοῦ πλήθους Πλουτ. Περικλ. 34, Ὄθων 14. ΙΙ. = τῷ προηγ., Πλωτῖν. 2. 1009.
|elnltext=συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] [[het bijeenbrengen]], [[verzameling]].
}}
{{elru
|elrutext='''συμφόρησις:''' εως <br /><b class="num">1</b> [[снесение в одно место]], [[складывание]] (''[[sc.]]'' τῶν νεκρῶν Plut.);<br /><b class="num">2</b> [[скопление]], [[наплыв]] (τοῦ πλήθους εἰς τὸ [[ἄστυ]] Plut.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''συμφόρησις:''' ἡ, [[συγκέντρωση]] σ' ένα [[σημείο]], [[συσσώρευση]], σε Πλούτ.
|lsmtext='''συμφόρησις:''' ἡ, [[συγκέντρωση]] σ' ένα [[σημείο]], [[συσσώρευση]], σε Πλούτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''συμφόρησις:''' εως <br /><b class="num">1)</b> [[снесение в одно место]], [[складывание]] (sc. τῶν νεκρῶν Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[скопление]], [[наплыв]] (τοῦ πλήθους εἰς τὸ [[ἄστυ]] Plut.).
|lstext='''συμφόρησις''': , τὸ φέρειν [[ὁμοῦ]], συσσώρευσις, [[συμφόρησις]] εἰς τὸ ἄστυ τοῦ χωρικοῦ πλήθους Πλουτ. Περικλ. 34, Ὄθων 14. ΙΙ. = τῷ προηγ., Πλωτῖν. 2. 1009.
}}
{{elnl
|elnltext=συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[συμφόρησις]], εως, [from [[συμφορέω]]<br />a [[bringing]] [[together]], Plut.
|mdlsjtxt=[[συμφόρησις]], εως, [from [[συμφορέω]]<br />a [[bringing]] [[together]], Plut.
}}
{{mantoulidis
|mantxt=(=[[συσσώρευση]], [[συγκέντρωση]]). Ἀπό τό συμφορῶ (=[[συγκεντρώνω]]), πού παράγεται ἀπό τό [[σύμφορος]], του [[συμφέρω]]. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό [[ρῆμα]] [[φέρω]].
}}
}}

Latest revision as of 10:52, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμφόρησις Medium diacritics: συμφόρησις Low diacritics: συμφόρησις Capitals: ΣΥΜΦΟΡΗΣΙΣ
Transliteration A: symphórēsis Transliteration B: symphorēsis Transliteration C: symforisis Beta Code: sumfo/rhsis

English (LSJ)

-εως, ἡ,
A bringing together, Plu.Per.34, Oth.14; of the concourse of atoms, Epicur.Ep.1p.18U.
II collection, προτάσεων Plot.5.8.4.

German (Pape)

[Seite 992] ἡ, das Zusammentragen, Anhäufen; Plut. Pericl. 34; D. L. 10, 59.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
rassemblement, foule.
Étymologie: συμφορέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συμφόρησις -εως, ἡ [συμφορέω] het bijeenbrengen, verzameling.

Russian (Dvoretsky)

συμφόρησις: εως ἡ
1 снесение в одно место, складывание (sc. τῶν νεκρῶν Plut.);
2 скопление, наплыв (τοῦ πλήθους εἰς τὸ ἄστυ Plut.).

Greek Monotonic

συμφόρησις: ἡ, συγκέντρωση σ' ένα σημείο, συσσώρευση, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

συμφόρησις: ἡ, τὸ φέρειν ὁμοῦ, συσσώρευσις, συμφόρησις εἰς τὸ ἄστυ τοῦ χωρικοῦ πλήθους Πλουτ. Περικλ. 34, Ὄθων 14. ΙΙ. = τῷ προηγ., Πλωτῖν. 2. 1009.

Middle Liddell

συμφόρησις, εως, [from συμφορέω
a bringing together, Plut.

Mantoulidis Etymological

(=συσσώρευση, συγκέντρωση). Ἀπό τό συμφορῶ (=συγκεντρώνω), πού παράγεται ἀπό τό σύμφορος, του συμφέρω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στό ρῆμα φέρω.