κλύμενος: Difference between revisions

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=klymenos
|Transliteration C=klymenos
|Beta Code=klu/menos
|Beta Code=klu/menos
|Definition=[<b class="b3">ῠ], η, ον,</b> = [[κλυτός]], [[famous]] or [[infamous]], <span class="bibl">Antim.68</span> (v. foreg. <span class="bibl">4</span>); ἔρως <span class="bibl">Theoc.14.26</span>:—mostly as pr. n., [[Κλύμενος]], god of the nether world, <span class="title">AP</span>7.9 (Damag.), <span class="bibl">189</span> (Aristodic.), <span class="bibl">Paus.2.35.4</span>.
|Definition=[ῠ], η, ον, = [[κλυτός]], [[famous]] or [[infamous]], Antim.68 (v. [[κλύμενον]] 4); ἔρως Theoc.14.26:—mostly as pr. n., [[Κλύμενος]], god of the nether world, ''AP''7.9 (Damag.), 189 (Aristodic.), Paus.2.35.4.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{elnl
{{elnl
|elnltext=κλύμενος -η -ον [κλύω] [[beroemd]].
|elnltext=κλύμενος -η -ον [κλύω] [[beroemd]].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 10:53, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κλύμενος Medium diacritics: κλύμενος Low diacritics: κλύμενος Capitals: ΚΛΥΜΕΝΟΣ
Transliteration A: klýmenos Transliteration B: klymenos Transliteration C: klymenos Beta Code: klu/menos

English (LSJ)

[ῠ], η, ον, = κλυτός, famous or infamous, Antim.68 (v. κλύμενον 4); ἔρως Theoc.14.26:—mostly as pr. n., Κλύμενος, god of the nether world, AP7.9 (Damag.), 189 (Aristodic.), Paus.2.35.4.

German (Pape)

[Seite 1457] part. syncop. von κλύω, wie κλυτός, gerühmt, gefeiert, Theocr. 14, 26; bes. poet. Beiwort des Gottes der Unterwelt, Paus. 2, 35, 9; Damaget. 5 (VII, 9); Aristodie. 2 (VII, 189); nach Suid. ὅτι πάντας προσκαλεῖται εἰς ἑαυτόν, weil er von Allen gehört wird. S. auch nom. pr.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
renommé, célèbre.
Étymologie: κλύω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κλύμενος -η -ον [κλύω] beroemd.

Russian (Dvoretsky)

κλύμενος: (ῠ)
1 славный, знаменитый, известный (ἔρως Theocr.);
2 euphemism Anth. = Ἃϊδης.

Greek Monolingual

κλύμενος- ένη, -ον (Α)
1. κλυτός, ένδοξος, φημισμένος
2. αυτός που έχει κακή φήμη, διαβόητος
3. (το αρσ. ως κύριο όν.) ὁ Κλύμενος
θεός του κάτω κόσμου
4. το ουδ. ως ουσ. τo κλύμενον
α.) ονομασία φυτού, τον καρπό του οποίου χρησιμοποιούσαν σε παρασκευάσματα θεραπευτικά σπληνικών διαταραχών
β) (κατά τον Ησύχ.) κισσός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. κλύω.

Greek Monotonic

κλύμενος: [ῠ], -η, -ον = κλυτός, διάσημος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

κλύμενος: ῠ, η, ον, = κλυτός, ἔνδοξος (ἐπὶ καλοῦ) ἢ διαβόητος (ἐπὶ κακοῦ), ὡς τὸ Λατ. famosus, Ἀντίμ. 65, Θεόκρ. 14. 26· ― κατὰ τὸ πλεῖστον ὡς κύριον ὄνομα, Κλύμενος, ἐπὶ τοῦ θεοῦ τοῦ κάτω κόσμου, Ἀνθ. Π. 7. 9, 189, Παυσ. 2. 35, κτλ.· ― ἂν καὶ τὰ Κλύμενος, Κλυμένη ἀπαντῶσι καὶ παρ’ Ὁμ. ὡς κύρια ὀνόματα.

Middle Liddell

κλῠ́μενος, η, ον = κλυτός
famous, Theocr.