παράγραμμα: Difference between revisions

From LSJ

νόησε δὲ δῖος Ὀδυσσεὺς σαίνοντάς τε κύνας, περί τε κτύπος ἦλθε ποδοῖινgodly Odysseus heard the fawning of dogs, and on top of that came the beat of two feet

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=paragramma
|Transliteration C=paragramma
|Beta Code=para/gramma
|Beta Code=para/gramma
|Definition=ατος, τό, <span class="sense"><span class="bld">A</span> <b class="b2">that which one writes beside: additional clause</b>, προσπαραγράφειν π. <span class="bibl">D.39.9</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> in cipher, [[substitute for a letter]], <span class="bibl">Aen.Tact.31.18</span>.</span>
|Definition=-ατος, τό,<br><span class="bld">A</span> that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9.<br><span class="bld">II</span> in cipher, [[substitute for a letter]], Aen.Tact.31.18.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v. l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ [[γράμμα]] σκώμματα ist.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0474.png Seite 474]] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, [[varia lectio|v.l.]] bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ [[γράμμα]] σκώμματα ist.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d'une lettre par une autre (~ contrepet).<br />'''Étymologie:''' [[παραγράφω]].
}}
{{elru
|elrutext='''παράγραμμα:''' ατος τό приписка, добавление Dem.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''παράγραμμα''': τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ [[παράγραμμα]] ἢ [[ἄλλο]] τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ [[δῆμος]]; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ [[παράγραμμα]] ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.
|lstext='''παράγραμμα''': τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ [[παράγραμμα]] ἢ [[ἄλλο]] τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ [[δῆμος]]; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ [[παράγραμμα]] ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br />mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d’une lettre par une autre (~ contrepet).<br />'''Étymologie:''' [[παραγράφω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=τὸ, Α [[παραγράφω]]<br /><b>1.</b> πρόσθετη [[διάταξη]] («κατὰ ποῑον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῦτο τὸ [[παράγραμμα]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[κρυπτογραφία]]) [[σημείο]] που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο [[γράμμα]].
|mltxt=τὸ, Α [[παραγράφω]]<br /><b>1.</b> πρόσθετη [[διάταξη]] («κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῦτο τὸ [[παράγραμμα]]», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>2.</b> (στην [[κρυπτογραφία]]) [[σημείο]] που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο [[γράμμα]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παράγραμμα:''' -ατος, τό ([[παραγράφω]]), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη [[πρόταση]], [[προσθήκη]], σε Δημ.
|lsmtext='''παράγραμμα:''' -ατος, τό ([[παραγράφω]]), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη [[πρόταση]], [[προσθήκη]], σε Δημ.
}}
{{elru
|elrutext='''παράγραμμα:''' ατος τό приписка, добавление Dem.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παράγραμμα]], ατος, τό, [[παραγράφω]]<br />that [[which]] one writes [[beside]], an [[additional]] [[clause]], Dem.
|mdlsjtxt=[[παράγραμμα]], ατος, τό, [[παραγράφω]]<br />that [[which]] one writes [[beside]], an [[additional]] [[clause]], Dem.
}}
}}

Latest revision as of 10:54, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: παράγραμμα Medium diacritics: παράγραμμα Low diacritics: παράγραμμα Capitals: ΠΑΡΑΓΡΑΜΜΑ
Transliteration A: parágramma Transliteration B: paragramma Transliteration C: paragramma Beta Code: para/gramma

English (LSJ)

-ατος, τό,
A that which one writes beside: additional clause, προσπαραγράφειν π. D.39.9.
II in cipher, substitute for a letter, Aen.Tact.31.18.

German (Pape)

[Seite 474] τό, das, was man daneben schreibt oder hinzusetzt, Zusatz, Dem. 39, 9 u. Sp. – Das Umschreiben, Verändern einer Schrift, Verfälschen. – Das Schreiben eines Buchstaben statt eines andern, zum Scherz, Paragramm, v.l. bei Arist. rhet. 3, 11, wo die richtige Lesart τὰ παρὰ γράμμα σκώμματα ist.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
mot dénaturé par plaisanterie, par substitution d'une lettre par une autre (~ contrepet).
Étymologie: παραγράφω.

Russian (Dvoretsky)

παράγραμμα: ατος τό приписка, добавление Dem.

Greek (Liddell-Scott)

παράγραμμα: τό, τὸ προσπαραγραφόμενον, κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ’ ἂν τοῦτο τὸ παράγραμμαἄλλο τι πλὴν ὁ πατὴρ καὶ ὁ δῆμος; Δημ. 997. 10, πρβλ. Αἰν. Τακτ. 31· τῷ Ἀλεξάνδρῳ παράγραμμα ἦν ἡ πατρὶς Ἀριστείδ. τ. 1, σ. 141, ἔκδ. G. Dind.

Greek Monolingual

τὸ, Α παραγράφω
1. πρόσθετη διάταξη («κατὰ ποῖον νόμον προσπαραγράφοιτ' ἄν τοῦτο τὸ παράγραμμα», Δημοσθ.)
2. (στην κρυπτογραφία) σημείο που αντικαθιστά ένα συγκεκριμένο γράμμα.

Greek Monotonic

παράγραμμα: -ατος, τό (παραγράφω), αυτό που γράφεται δίπλα, επιπρόσθετη πρόταση, προσθήκη, σε Δημ.

Middle Liddell

παράγραμμα, ατος, τό, παραγράφω
that which one writes beside, an additional clause, Dem.