μονομαχικός: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=monomachikos
|Transliteration C=monomachikos
|Beta Code=monomaxiko/s
|Beta Code=monomaxiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[of]] or [[in single combat]], μ. φιλοτιμία <span class="bibl">Plb.1.45.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> [[gladiatorial]], φάρμακον <span class="bibl">Aët.15.13</span>; χρήματα <span class="bibl">D.C.72.19</span>.</span>
|Definition=μονομαχική, μονομαχικόν,<br><span class="bld">A</span> of or [[in single combat]], μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.<br><span class="bld">II</span> [[gladiatorial]], φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, [[φιλοτιμία]], Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0204.png Seite 204]] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, [[φιλοτιμία]], Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui convient pour un combat singulier]];<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχικός:''' [[свойственный участникам единоборства]] ([[φιλοτιμία]] Polyb.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
|lstext='''μονομᾰχικός''': -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. [[φιλοτιμία]] Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα [[χάριν]] μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui convient pour un combat singulier;<br /><b>2</b> <i>à Rome</i> de gladiateur.<br />'''Étymologie:''' [[μονομάχος]].
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 24: Line 27:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''μονομᾰχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''μονομᾰχικός:''' -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη [[μονομαχία]], σε Πολύβ.
}}
{{elru
|elrutext='''μονομᾰχικός:''' свойственный участникам единоборства ([[φιλοτιμία]] Polyb.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from μονομά˘χος]
|mdlsjtxt=μονομᾰχικός, ή, όν<br />of or in [[single]] [[combat]], Polyb. [from μονομᾰ́χος]
}}
}}

Latest revision as of 10:55, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονομᾰχικός Medium diacritics: μονομαχικός Low diacritics: μονομαχικός Capitals: ΜΟΝΟΜΑΧΙΚΟΣ
Transliteration A: monomachikós Transliteration B: monomachikos Transliteration C: monomachikos Beta Code: monomaxiko/s

English (LSJ)

μονομαχική, μονομαχικόν,
A of or in single combat, μ. φιλοτιμία Plb.1.45.9.
II gladiatorial, φάρμακον Aët.15.13; χρήματα D.C.72.19.

German (Pape)

[Seite 204] ή, όν, zum Zweikampfe gehörig, φιλοτιμία, Pol. 1, 45, 9; gladiatorius, D. Cass. 72, 19.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
1 qui convient pour un combat singulier;
2 à Rome de gladiateur.
Étymologie: μονομάχος.

Russian (Dvoretsky)

μονομᾰχικός: свойственный участникам единоборства (φιλοτιμία Polyb.).

Greek (Liddell-Scott)

μονομᾰχικός: -ή, -όν, ὁ ἀνήκων εἰς μονομαχίαν ἢ ἐν μονομαχίᾳ συμβαίνων, μ. φιλοτιμία Πολύβ. 1. 45, 9. ΙΙ. μονομαχικὰ χρήματα, χρήματα συναθροιζόμενα χάριν μονομαχιῶν, Δίων Κ. 72. 19.

Greek Monolingual

μονομαχικός, -ή, -όν (Α) μονομάχος
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβαίνει στη μονομαχία
2. αυτός που προορίζεται για τους μονομάχους («μονομαχικά χρήματα», Δίων. Κάσσ.).

Greek Monotonic

μονομᾰχικός: -ή, -όν, αυτός που ανήκει ή συμβαίνει στη μονομαχία, σε Πολύβ.

Middle Liddell

μονομᾰχικός, ή, όν
of or in single combat, Polyb. [from μονομᾰ́χος]