πευστικός: Difference between revisions
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(10) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(9 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pefstikos | |Transliteration C=pefstikos | ||
|Beta Code=peustiko/s | |Beta Code=peustiko/s | ||
|Definition= | |Definition=πευστική, πευστικόν, [[interrogative]], ἐπίρρημα A.D.''Adv.''193.26, al.; ([[ὄνομα]]) D.T.637.7; <b class="b3">τὸ π.</b> Ph.1.97. Adv. [[πευστικῶς]] A.D.''Adv.''209.26; [[ἔχειν]] Sch.A.R.4.1405. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0607.png Seite 607]] fragend, forschend, adv. πευστικῶς, fragweise, Schol. Il. 2, 565 u. sonst; π. ἔχειν, fragen wollen, Schol. Ap. Rh. 4, 1405. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πευστικός''': -ή, -όν, [[ἐρωτηματικός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ή, -όν, Α [[πευστής]]<br /><b>1.</b> αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει [[κάτι]]<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πευστικόν</i><br />η [[ερώτηση]], η [[έρευνα]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πευστικῶς</i><br />ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:55, 25 August 2023
English (LSJ)
πευστική, πευστικόν, interrogative, ἐπίρρημα A.D.Adv.193.26, al.; (ὄνομα) D.T.637.7; τὸ π. Ph.1.97. Adv. πευστικῶς A.D.Adv.209.26; ἔχειν Sch.A.R.4.1405.
German (Pape)
[Seite 607] fragend, forschend, adv. πευστικῶς, fragweise, Schol. Il. 2, 565 u. sonst; π. ἔχειν, fragen wollen, Schol. Ap. Rh. 4, 1405.
Greek (Liddell-Scott)
πευστικός: -ή, -όν, ἐρωτηματικός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Β. 265, Ἐτυμολ. Μέγ. κλπ. Ἐπίρρ. -κῶς, ἐρωτηματικῶς, ἐν ἐρωτήσει, Σχόλ. εἰς Ἀπολλ. Ρόδ. Δ. 1405.
Greek Monolingual
-ή, -όν, Α πευστής
1. αυτός που ερευνά, που ζητάει να μάθει κάτι
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πευστικόν
η ερώτηση, η έρευνα.
επίρρ...
πευστικῶς
ερωτηματικά, με τρόπο ερευνητικό.