καταλλακτικός: Difference between revisions

From LSJ

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
(13_1)
m (LSJ1 replacement)
 
(19 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katallaktikos
|Transliteration C=katallaktikos
|Beta Code=katallaktiko/s
|Beta Code=katallaktiko/s
|Definition=ή, όν, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">easy to reconcile, placable</b>, <span class="bibl">Arist. <span class="title">EE</span>1222b2</span>, <span class="bibl"><span class="title">Rh.</span>1367b17</span> (Comp.): c. dat., <b class="b3">κ. τοῖς ὑπηκόοις</b> prob. in Muson.<span class="title">Fr.</span>33p.122H.</span>
|Definition=καταλλακτική, καταλλακτικόν, [[easy to reconcile]], [[placable]], Arist. ''EE''1222b2, ''Rh.''1367b17 (Comp.): c. dat., <b class="b3">κ. τοῖς ὑπηκόοις</b> prob. in Muson.''Fr.''33p.122H.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1360.png Seite 1360]] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />d'esprit conciliant;<br /><i>Cp.</i> καταλλακτικώτερος.<br />'''Étymologie:''' [[καταλλάσσω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] [[vergevingsgezind]].
}}
{{elru
|elrutext='''καταλλακτικός:'''<br /><b class="num">1</b> [[примиряющий]] Arst.;<br /><b class="num">2</b> [[склонный к примирению]] Arst.
}}
{{grml
|mltxt=[[καταλλακτικός]], -ή, -όν (Α) [[καταλλάσσω]]<br />ο [[ικανός]] για [[συνδιαλλαγή]], [[ειρηνευτικός]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καταλλακτικός:''' -ή, -όν, [[εύκολος]] προς [[συμφιλίωση]], [[καλόβολος]], [[διαλλακτικός]], σε Αριστ.
}}
{{ls
|lstext='''καταλλακτικός''': -ή, -όν, [[εὔκολος]] πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, [[εὐδιάλλακτος]], [[εὐκατάλλακτος]], Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταλλακτικός]], ή, όν<br />[[easy]] to [[reconcile]], [[placable]], Arist.
}}
}}

Latest revision as of 10:56, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταλλακτικός Medium diacritics: καταλλακτικός Low diacritics: καταλλακτικός Capitals: ΚΑΤΑΛΛΑΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: katallaktikós Transliteration B: katallaktikos Transliteration C: katallaktikos Beta Code: katallaktiko/s

English (LSJ)

καταλλακτική, καταλλακτικόν, easy to reconcile, placable, Arist. EE1222b2, Rh.1367b17 (Comp.): c. dat., κ. τοῖς ὑπηκόοις prob. in Muson.Fr.33p.122H.

German (Pape)

[Seite 1360] ή, όν, zum Aussöhnen geeignet u. geschickt, Arist. eud. 2, 6; – καταλλακτικώτερος, verträglicher, Arist. rhet. 1, 9.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
d'esprit conciliant;
Cp. καταλλακτικώτερος.
Étymologie: καταλλάσσω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταλλακτικός -ή -όν [καταλλάττω] vergevingsgezind.

Russian (Dvoretsky)

καταλλακτικός:
1 примиряющий Arst.;
2 склонный к примирению Arst.

Greek Monolingual

καταλλακτικός, -ή, -όν (Α) καταλλάσσω
ο ικανός για συνδιαλλαγή, ειρηνευτικός.

Greek Monotonic

καταλλακτικός: -ή, -όν, εύκολος προς συμφιλίωση, καλόβολος, διαλλακτικός, σε Αριστ.

Greek (Liddell-Scott)

καταλλακτικός: -ή, -όν, εὔκολος πρὸς διαλλαγήν, εἰρηνευτικός, εὐδιάλλακτος, εὐκατάλλακτος, Ἀριστ. Ρητ. 1.9, 31.

Middle Liddell

καταλλακτικός, ή, όν
easy to reconcile, placable, Arist.