πολυβλαβής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν γὰρ πενήτων εἰσὶν οἱ λόγοι κενοί → Haud pondus ullum pauperum verbis inest → Denn der Armen Worte haben kein Gewicht

Menander, Monostichoi, 512
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (LSJ1 replacement)
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=polyvlavis
|Transliteration C=polyvlavis
|Beta Code=polublabh/s
|Beta Code=polublabh/s
|Definition=ές, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[very hurtful]], EM1.22, Sch.<span class="bibl">A.R.2.232</span>, Sch.<span class="bibl">Il.14.271</span>. </span><span class="sense"><span class="bld">II</span> Pass., [[easily hurt]], τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.</span>
|Definition=πολυβλαβές,<br><span class="bld">A</span> [[very hurtful]], EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.<br><span class="bld">II</span> Pass., [[easily hurt]], τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές ([[βλάβη]]), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0660.png Seite 660]] ές ([[βλάβη]]), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très endommagé <i>ou</i> facile à endommager.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βλάπτω]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυβλᾰβής:''' [[подверженный порче или легко повреждаемый]] (τὸ τῆς σαρκὸς [[ἐπίκηρον]] Plut.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
|lstext='''πολυβλᾰβής''': -ές, [[λίαν]] [[βλαβερός]], Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.
}}
{{bailly
|btext=ής, ές :<br />très endommagé <i>ou</i> facile à endommager.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[βλάπτω]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), <b>πρβλ.</b> <i>μεγαλο</i>-<i>βλαβής</i>].
|mltxt=-ές, Α<br /><b>1.</b> πολύ [[βλαβερός]], πολύ [[επιζήμιος]]<br /><b>2.</b> αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ [[συχνά]]<br /><b>3.</b> αυτός που βλάπτεται εύκολα<br /><b>4.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ πολυβλαβές</i><br />[[κατάσταση]] ή [[ιδιότητα]] [[κατά]] την οποία βλάπτεται [[κανείς]] εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», <b>Πλούτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>βλαβής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βλάβη]]), [[πρβλ]]. [[μεγαλοβλαβής]]].
}}
{{elru
|elrutext='''πολυβλᾰβής:''' подверженный порче или легко повреждаемый (τὸ τῆς σαρκὸς [[ἐπίκηρον]] Plut.).
}}
}}

Latest revision as of 10:58, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠβλᾰβής Medium diacritics: πολυβλαβής Low diacritics: πολυβλαβής Capitals: ΠΟΛΥΒΛΑΒΗΣ
Transliteration A: polyblabḗs Transliteration B: polyblabēs Transliteration C: polyvlavis Beta Code: polublabh/s

English (LSJ)

πολυβλαβές,
A very hurtful, EM1.22, Sch.A.R.2.232, Sch.Il.14.271.
II Pass., easily hurt, τὸ τῆς σαρκὸς π. Plu.2.1090b.

German (Pape)

[Seite 660] ές (βλάβη), 1) vielfach, sehr schädlich, Schol. Il. 14, 271. – 2) vielem Schaden ausgesetzt, leicht zu beschädigen, Plut. non posse 5.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
très endommagé ou facile à endommager.
Étymologie: πολύς, βλάπτω.

Russian (Dvoretsky)

πολυβλᾰβής: подверженный порче или легко повреждаемый (τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

πολυβλᾰβής: -ές, λίαν βλαβερός, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Ξ. 271, κτλ. ΙΙ. Παθ., ὁ εὐκόλως βλαπτόμενος, Πλούτ. 2. 1090Β. πολυβλαστής, ές, ὁ πολλοὺς φύων βλαστούς, πιθ. γραφ. ἐν Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 19, 2.

Greek Monolingual

-ές, Α
1. πολύ βλαβερός, πολύ επιζήμιος
2. αυτός που υπόκειται σε πολλές βλάβες, αυτός που βλάπτεται πολύ συχνά
3. αυτός που βλάπτεται εύκολα
4. το ουδ. ως ουσ. τὸ πολυβλαβές
κατάσταση ή ιδιότητα κατά την οποία βλάπτεται κανείς εύκολα («τὸ τῆς σαρκὸς ἐπίκηρον καὶ πολυβλαβές», Πλούτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + -βλαβής (< βλάβη), πρβλ. μεγαλοβλαβής].