ὁλόπυρος: Difference between revisions
Sunt verba voces quibus hunc lenire dolorem possis, magnam morbi deponere partem → Words will avail the wretched mind to ease and much abate the dismal black disease.
(28) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(8 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=olopyros | |Transliteration C=olopyros | ||
|Beta Code=o(lo/puros | |Beta Code=o(lo/puros | ||
|Definition= | |Definition=ὁλόπυρον,<br><span class="bld">A</span> [[of unground wheat]], esp. [[of wheat boiled whole]], later word for [[πύανος]], Heliod.Hist.3.<br><span class="bld">II</span> v. [[ὁλόκυρος]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁλόπυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[σιτάρι]] που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, [[αλλά]] έχει βραστεί [[ολόκληρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ( | |mltxt=<b>(I)</b><br />[[ὁλόπυρος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει παρασκευαστεί από [[σιτάρι]] που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, [[αλλά]] έχει βραστεί [[ολόκληρο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[πυρός]] «[[σιτάρι]]» ([[πρβλ]]. [[λευκόπυρος]])].<br /><b>(II)</b><br />[[ὁλόπυρος]], -ον (Μ)<br />αυτός που περιβάλλεται από τη [[φωτιά]] ή [[είναι]] [[ολόκληρος]] από [[φωτιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ὁλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> <i>πῦρ</i>, [[πυρός]] ([[πρβλ]]. [[ημίπυρος]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 10:58, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁλόπυρον,
A of unground wheat, esp. of wheat boiled whole, later word for πύανος, Heliod.Hist.3.
II v. ὁλόκυρος.
German (Pape)
[Seite 326] von ganzem, nicht zerschrotenem Waizen, bes. ganz gekochtem Waizen, nach Ath. IX, 406 c neuerer Ausdruck für das alte πύανος.
Greek (Liddell-Scott)
ὁλόπῡρος: -ον, ὁ ἐξ ὁλοκλήρου καὶ ἀκοπανίστου σίτου συνιστάμενος, μάλιστα ἐκ σίτου βεβρασμένου ὁλοκλήρου, «τῆς τῶν πυρῶν ἑψήσεως ἐπινοηθείσης, οἱ μὲν παλαιοὶ πύανον, οἱ δὲ νῦν ὁλόπυρον προσαγορεύουσι» Ἡλιόδ. παρ’ Ἀθην. 406C.
Greek Monolingual
(I)
ὁλόπυρος, -ον (Α)
αυτός που έχει παρασκευαστεί από σιτάρι που δεν έχει αλεστεί ή κοπανιστεί, αλλά έχει βραστεί ολόκληρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + πυρός «σιτάρι» (πρβλ. λευκόπυρος)].
(II)
ὁλόπυρος, -ον (Μ)
αυτός που περιβάλλεται από τη φωτιά ή είναι ολόκληρος από φωτιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο)- + πῦρ, πυρός (πρβλ. ημίπυρος)].