κυριολογία: Difference between revisions
From LSJ
ὁ χρόνος ἐστὶ δάνος, τὸ ζῆν πικρός ἐσθ' ὁ δανίσας → time is a loan, and he who lent you life is a hard creditor | time is on loan and life's lender is a prick
(b) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(7 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=kyriologia | |Transliteration C=kyriologia | ||
|Beta Code=kuriologi/a | |Beta Code=kuriologi/a | ||
|Definition=ἡ, | |Definition=ἡ, = [[κυριολεξία]], Agatharch.21 (pl.), Phld. ''Rh.''1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; [[proper meaning]] of a word, A.D.''Adv.''190.3; = [[ἀκριβολογία]], Gal.18(2).526. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] ἡ, = [[κυριολεξία]]; Longin. 28 u. a. Sp. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1536.png Seite 1536]] ἡ, = [[κυριολεξία]]; Longin. 28 u. a. Sp. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''κυριολογία''': ἡ, = [[κυριολεξία]], Λογγῖν. 28, Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 446. 11. ΙΙ. τὸ καλεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος Κύριος, Ἐκκλ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=[[κυριολογία]], ἡ (Α) [[κυριολογώ]]<br /><b>1.</b> η [[κυριολεξία]], η [[χρήση]] λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια [[σημασία]] τους<br /><b>2.</b> η [[ακριβής]] και πραγματική [[σημασία]] μιας λέξης<br /><b>3.</b> το να ονομάζει [[κανείς]] κάποιον <i>κύριο</i> («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.). | |||
}} | }} |
Latest revision as of 10:59, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, = κυριολεξία, Agatharch.21 (pl.), Phld. Rh.1.174 S., Longin.28.1, Magnus ap.Gal.8.641; proper meaning of a word, A.D.Adv.190.3; = ἀκριβολογία, Gal.18(2).526.
German (Pape)
[Seite 1536] ἡ, = κυριολεξία; Longin. 28 u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κυριολογία: ἡ, = κυριολεξία, Λογγῖν. 28, Ἀγαθαρχ. ἐν τῇ Φωτ. Βιβλ. 446. 11. ΙΙ. τὸ καλεῖν διὰ τοῦ ὀνόματος Κύριος, Ἐκκλ.
Greek Monolingual
κυριολογία, ἡ (Α) κυριολογώ
1. η κυριολεξία, η χρήση λέξεων ή εκφράσεων με την κύρια σημασία τους
2. η ακριβής και πραγματική σημασία μιας λέξης
3. το να ονομάζει κανείς κάποιον κύριο («τὴν κυριολογίαν ἀρνουμένου τὴν περὶ αὐτοῦ», Αθανάσ.).