ἐξιτήριος: Difference between revisions
(c2) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(10 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=eksitirios | |Transliteration C=eksitirios | ||
|Beta Code=e)cith/rios | |Beta Code=e)cith/rios | ||
|Definition= | |Definition=ἐξιτήριον, of or for [[departure]], ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι ''IG''3.1184.21 (iii A. D.): [[ἐξιτήρια]], τά, [[day of leaving office]], at Athens, [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]] | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] zum Ausgehen, Weggehen gehörig, [[λόγος]], Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; [[εὐχή]], VLL. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0884.png Seite 884]] zum Ausgehen, Weggehen gehörig, [[λόγος]], Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; [[εὐχή]], VLL. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἐξιτήριος''': -ον, [[ἐξιτήριος]] [[λόγος]], ἀποχαιρετιστικός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 529Α, 600C, Στουδ. 892C. 2) ὡς οὐσ., τὸ ἐξιτήριον, τὸ ἀποχαιρετιστήριον [[προσφώνημα]], Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1024Α. 3) [[ἐξιτήρια]], τά, «[[ἡμέρα]], ἐν ᾗ τὰς ἀρχὰς ἀπετίθεντο Ἀθήνησιν» Ἡσύχ. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-α, -ο (AM [[ἐξιτήριος]], -ον) [[έξειμι]]<br />αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην [[έξοδο]], στην [[αναχώρηση]] («[[ἐξιτήριος]] [[λόγος]], ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> το [[εξιτήριο]]<br />[[δελτίο]] αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το [[νοσοκομείο]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξιτήριον</i><br />αποχαιρετιστήρια [[προσφώνηση]], [[λόγος]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ ἐξιτήριον</i><br />συστατικό [[γράμμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> «[[ἐξιτήρια]] ([[ἱερά]])» — [[θυσία]] στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την [[εξουσία]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:00, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐξιτήριον, of or for departure, ἐξιτήρια εὐωχεῖσθαι IG3.1184.21 (iii A. D.): ἐξιτήρια, τά, day of leaving office, at Athens, Hsch.
German (Pape)
[Seite 884] zum Ausgehen, Weggehen gehörig, λόγος, Abschiedsrede, K. 8. u. a. Sp.; εὐχή, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξιτήριος: -ον, ἐξιτήριος λόγος, ἀποχαιρετιστικός, Γρηγ. Ναζ. ΙΙ. 529Α, 600C, Στουδ. 892C. 2) ὡς οὐσ., τὸ ἐξιτήριον, τὸ ἀποχαιρετιστήριον προσφώνημα, Γρηγ. Ναζ. ΙΙΙ. 1024Α. 3) ἐξιτήρια, τά, «ἡμέρα, ἐν ᾗ τὰς ἀρχὰς ἀπετίθεντο Ἀθήνησιν» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
-α, -ο (AM ἐξιτήριος, -ον) έξειμι
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην έξοδο, στην αναχώρηση («ἐξιτήριος λόγος, ἐξιτήριοι εὐχαί» — λόγοι αποχαιρετισμού)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ. το εξιτήριο
δελτίο αποθεραπείας ασθενούς που χορηγείται από το νοσοκομείο
αρχ.-μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
αποχαιρετιστήρια προσφώνηση, λόγος
μσν.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξιτήριον
συστατικό γράμμα
αρχ.
φρ. «ἐξιτήρια (ἱερά)» — θυσία στην αρχαία Αθήνα όταν οι ετήσιοι άρχοντες παρέδιδαν την εξουσία.