χαλκοχίτων: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾷον παραινεῖν ἢ παθόντα καρτερεῖν → Patientiam suadere facile, non pati → Es spricht sich leichter zu, als stark zu sein im Leid

Menander, Monostichoi, 471
m (Text replacement - "ί˘" to "ῐ́")
m (LSJ1 replacement)
 
(6 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{LSJ1
{{LSJ1
|Full diacritics=χαλκοχίτων
|Full diacritics=χαλκοχῐ́των
|Medium diacritics=χαλκοχίτων
|Medium diacritics=χαλκοχίτων
|Low diacritics=χαλκοχίτων
|Low diacritics=χαλκοχίτων
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=chalkochiton
|Transliteration C=chalkochiton
|Beta Code=xalkoxi/twn
|Beta Code=xalkoxi/twn
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, <span class="sense"><span class="bld">A</span> [[bronze-clad]], Ἀχαιοί <span class="bibl">Il.1.371</span>, <span class="bibl">2.47</span>, etc.; Τρῶες <span class="bibl">5.180</span>, al.; Βοιωτοί <span class="bibl">15.330</span>; Κρῆτες <span class="bibl">13.255</span>; <b class="b3">Δαναοὶ πύκα χ</b>. Epigr. ap. <span class="bibl">Aeschin.3.185</span>.</span>
|Definition=[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, [[bronze-clad]], Ἀχαιοί Il.1.371, 2.47, etc.; Τρῶες 5.180, al.; Βοιωτοί 15.330; Κρῆτες 13.255; <b class="b3">Δαναοὶ πύκα χ.</b> Epigr. ap. Aeschin.3.185.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1332.png Seite 1332]] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />à la cuirasse (<i>litt.</i> à la tunique) d'airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χιτών]].
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах ([[Τρῶες]], Κρῆτες Hom.).
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''χαλκοχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.
|lstext='''χαλκοχίτων''': [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.
}}
{{bailly
|btext=ωνος (ὁ, ἡ)<br />à la cuirasse (<i>litt.</i> à la tunique) d’airain.<br />'''Étymologie:''' [[χαλκός]], [[χιτών]].
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 23: Line 26:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί χάλκινη [[στολή]] («Τρώων... χαλκοχιτώνων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), <b>πρβλ.</b> <i>σιδηρο</i>-<i>χίτων</i>, <i>χρυσο</i>-<i>χίτων</i>].
|mltxt=-ωνος, ὁ, ἡ, Α<br />αυτός που φορεί χάλκινη [[στολή]] («Τρώων... χαλκοχιτώνων», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χαλκ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χίτων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χιτών]]), [[πρβλ]]. [[σιδηροχίτων]], [[χρυσοχίτων]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''χαλκοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''χαλκοχίτων:''' [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.
}}
{{elru
|elrutext='''χαλκοχίτων:''' ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах ([[Τρῶες]], Κρῆτες Hom.).
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=χαλκο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[brass]]-clad, Il.
|mdlsjtxt=χαλκο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,<br />[[brass]]-clad, Il.
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χαλκοχῐ́των Medium diacritics: χαλκοχίτων Low diacritics: χαλκοχίτων Capitals: ΧΑΛΚΟΧΙΤΩΝ
Transliteration A: chalkochítōn Transliteration B: chalkochitōn Transliteration C: chalkochiton Beta Code: xalkoxi/twn

English (LSJ)

[ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, bronze-clad, Ἀχαιοί Il.1.371, 2.47, etc.; Τρῶες 5.180, al.; Βοιωτοί 15.330; Κρῆτες 13.255; Δαναοὶ πύκα χ. Epigr. ap. Aeschin.3.185.

German (Pape)

[Seite 1332] ωνος, in ehernem Rock, mit ehernem Panzer, Ἀχαιοί Il. 2, 47 u. öfter, Τρῶες 5, 180. 17, 485, Κρῆτες 13, 255, Βοιωτοί 16, 330.

French (Bailly abrégé)

ωνος (ὁ, ἡ)
à la cuirasse (litt. à la tunique) d'airain.
Étymologie: χαλκός, χιτών.

Russian (Dvoretsky)

χαλκοχίτων: ωνος (ῐ) adj. одетый в медь, в медных доспехах (Τρῶες, Κρῆτες Hom.).

Greek (Liddell-Scott)

χαλκοχίτων: [ῐ], ωνος, ὁ, ἡ, ὁ φορῶν χιτῶνα χάλκινον, φορῶν θώρακα χαλκοῦν, Ἀχαιοὶ Ἰλ. Α. 371, Β. 47, κλπ.˙ Τρῶες Ε. 180, κλπ.˙ Βοιωτοὶ Ο. 330˙ Κρῆτες Ν. 255˙ Δαναοὶ πύκα χ. Ἐπίγραμμα παρ’ Αἰσχίν. 80. 21.

English (Autenrieth)

ωνος: brazen-clad.

Greek Monolingual

-ωνος, ὁ, ἡ, Α
αυτός που φορεί χάλκινη στολή («Τρώων... χαλκοχιτώνων», Ομ. Ιλ.)
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)- + -χίτων (< χιτών), πρβλ. σιδηροχίτων, χρυσοχίτων].

Greek Monotonic

χαλκοχίτων: [ῐ], -ωνος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά χάλκινο χιτώνα, σε Ομήρ. Ιλ.

Middle Liddell

χαλκο-χῐ́των, ωνος, ὁ, ἡ,
brass-clad, Il.