εὐφιλής: Difference between revisions
Βασίλεια δ' εἰκών ἐστιν ἔμψυχος θεοῦ → Rex est imago viva viventis dei → Ein Königreich ist ein beseeltes Bild von Gott
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=effilis | |Transliteration C=effilis | ||
|Beta Code=eu)filh/s | |Beta Code=eu)filh/s | ||
|Definition= | |Definition=εὐφιλές,<br><span class="bld">A</span> [[well-loved]], χείρ A.''Ag.''34.<br><span class="bld">II</span> Act., [[loving well]], ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.''Eu.''197. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:01, 25 August 2023
English (LSJ)
εὐφιλές,
A well-loved, χείρ A.Ag.34.
II Act., loving well, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐ. θεῶν Id.Eu.197.
French (Bailly abrégé)
ής, ές :
1 qui aime beaucoup;
2 bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.
German (Pape)
ές, sehr liebend, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλὴς θεῶν Aesch. Eum. 197, kein Gott liebt sie; – sehr geliebt, teuer, χείρ Aesch. Ag. 34.
Russian (Dvoretsky)
εὐφῐλής:
1 горячо любящий (τινος Aesch.);
2 горячо любимый, дорогой (χείρ Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφῐλής: -ές, ὁ λίαν φιλούμενος, εὐφιλῆ χέρα Αἰσχυλ. Ἀγ. 34. ΙΙ. ἐνεργ., λίαν φιλῶν, ποίμνης τοιαύτης οὔτις εὐφιλής θεὸς ὁ αὐτ. ἐν Εὐμ. 197.
Greek Monolingual
εὐφιλής, -ές (Α)
1. παθ. αυτός που αγαπιέται πολύ, φίλτατος, αγαπητός
2. ενεργ. αυτός που αγαπά πολύ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -φιλής (< φιλείν), πρβλ. δημοφιλής, προσφιλής].
Greek Monotonic
εὐφῐλής: -ές (φιλέω),·
I. πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.
II. αυτός που αγαπάει πολύ, με γεν., στον ίδ.
Middle Liddell
εὐ-φῐλής, ές φιλέω
I. well-loved, Aesch.
II. act. loving well, c. gen., Aesch.