λιποταξία: Difference between revisions
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=lipotaksia | |Transliteration C=lipotaksia | ||
|Beta Code=lipotaci/a | |Beta Code=lipotaci/a | ||
|Definition=ἡ, [[desertion]], | |Definition=ἡ, [[desertion]], D.21.166 codd. (-ιον Cobet): metaph., <b class="b3">διάλυσις τῶν ἐν τῷ ζῴῳ πάντων καὶ λ. συμβαίνει</b> (after death) Anatoliusap.''Theol.Ar.''35. | ||
}} | }} | ||
{{bailly | {{bailly |
Revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
ἡ, desertion, D.21.166 codd. (-ιον Cobet): metaph., διάλυσις τῶν ἐν τῷ ζῴῳ πάντων καὶ λ. συμβαίνει (after death) Anatoliusap.Theol.Ar.35.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
mieux que λειποταξία;
désertion d'un poste.
Étymologie: cf. λιποτακτέω.
Russian (Dvoretsky)
λῐποταξία: ἡ оставление поста, дезертирство Dem., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
λῐποταξία: ἡ, ἡ ἐγκατάλειψις τῆς τάξεως ἐν τῷ στρατῷ, ἀπόδρασις, Δημ. 568. 8.
Greek Monolingual
η (Α λιποταξία) λιποτάκτης
η αυθαίρετη εγκατάλειψη τών τάξεων του στρατού («λιποταξίαν καὶ στρατείας ἀπόδρασιν», Δημ.)
νεοελλ.
1. (Στρ. Π.Κ.) έγκλημα που διαπράττει στρατιωτικός όταν εγκαταλείπει χωρίς άδεια τον τόπο στον οποίο έχει διαταχθεί να παραμείνει ή όταν υπερβαίνει τα χρονικά όρια της άδειάς του
2. εγκατάλειψη συναγωνιστών σε μια κοινή προσπάθεια ή σε έναν ιδεολογικό αγώνα
αρχ.
μτφ. η μετά θάνατον διάσπαση τών προσαρμοσμένων μερών του σώματος («διάλυσις τῶν ἐν τῷ ζῴῳ πάντων καὶ λιποταξία συμβαίνει», Ανατολ.).
Greek Monotonic
λῐποταξία: ἡ, εγκατάλειψη στρατιωτικής θέσης, απόδραση, σε Δημ.
Middle Liddell
λῐπο-ταξία, ἡ,
a leaving one's post, desertion, Dem.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=ἀπόδραση). Ἀπό τό λιπεῖν, ἀπαρ. ἀόρ. β' τοῦ λείπω + τάξις τοῦ τάσσω. Δές γιά περισσότερα παράγωγα στά ρήματα λείπω καί τάσσω.