πελλαντήρ: Difference between revisions
From LSJ
ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)
(9) |
m (LSJ1 replacement) |
||
(11 intermediate revisions by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=pellantir | |Transliteration C=pellantir | ||
|Beta Code=pellanth/r | |Beta Code=pellanth/r | ||
|Definition=ῆρος, ὁ, (<b | |Definition=πελλαντῆρος, ὁ, ([[πέλλἀ]] [[one who milks into a pail]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; πελλητήρ, Clitarch. ap. Ath. 11.495e; also, = [[κύλιξ]], Philet.ibid. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0551.png Seite 551]] ῆρος, ὁ, auch [[πελλητήρ]], ὁ, der Geltner, der Melker, thessalisch = [[ἀμολγεύς]], Ath. XI, 495 e, wie Hesych. | |||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''πελλαντήρ''': ῆρος, ὁ, ([[πέλλα]]) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. [[λέξις]] ἀντὶ [[ἀμολγεύς]], Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε. | |||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=-ῆρος, ὁ, Α<br />αυτός που αρμέγει σε [[πέλλα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πέλλα]] (Ι) «[[αγγείο]] για [[άρμεγμα]]» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τήρ</i>, πιθ. μέσω αμάρτυρου <i>πελλαίνω</i> ([[πρβλ]]. [[υγραντήρ]])]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 11:03, 25 August 2023
English (LSJ)
πελλαντῆρος, ὁ, (πέλλἀ one who milks into a pail, Hsch.; πελλητήρ, Clitarch. ap. Ath. 11.495e; also, = κύλιξ, Philet.ibid.
German (Pape)
[Seite 551] ῆρος, ὁ, auch πελλητήρ, ὁ, der Geltner, der Melker, thessalisch = ἀμολγεύς, Ath. XI, 495 e, wie Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
πελλαντήρ: ῆρος, ὁ, (πέλλα) ὁ ἀμέλγων εἰς πέλλαν, ξυλίνην λεκάνην, Θεσσαλ. λέξις ἀντὶ ἀμολγεύς, Ἡσύχ.· πελλητήρ, Κλείταρχος παρ’ Ἀθην. 495Ε.
Greek Monolingual
-ῆρος, ὁ, Α
αυτός που αρμέγει σε πέλλα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέλλα (Ι) «αγγείο για άρμεγμα» + επίθημα -τήρ, πιθ. μέσω αμάρτυρου πελλαίνω (πρβλ. υγραντήρ)].