εὐωρία: Difference between revisions

From LSJ

ὁμοῦ ἦν καὶ ἔχειν τὴν πόλιν καὶ τὸ γένος ὅλον μετὰ τῆς πόλεως → it was much the same thing to have the city and to have the whole race together with the city

Source
(6_9)
m (LSJ1 replacement)
 
(7 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=evoria
|Transliteration C=evoria
|Beta Code=eu)wri/a
|Beta Code=eu)wri/a
|Definition=ἡ, (ὥρα) <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> <b class="b2">fineness of the season</b>, <span class="bibl">Longus 1.9</span>. </span><span class="sense">&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">II</span> (ὤρα) <b class="b2">freedom from care</b>, Sammelb.4324.7.</span>
|Definition=ἡ, ([[ὥρα]])<br><span class="bld">A</span> [[fineness of the season]], Longus 1.9.<br><span class="bld">II</span> ([[ὤρα]]) [[freedom from care]], Sammelb.4324.7.
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. [[ὀλιγωρία]]. Ueber die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1111.png Seite 1111]] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. [[ὀλιγωρία]]. Über die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''εὐωρία''': ἡ, (ὥρα) [[εὐάρεστος]] ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐωρία]]· [[ὀλιγωρία]], [[ἀμέλεια]]», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».
|lstext='''εὐωρία''': ἡ, (ὥρα) [[εὐάρεστος]] ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[εὐωρία]]· [[ὀλιγωρία]], [[ἀμέλεια]]», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».
}}
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]<br /><b>1.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[ολιγωρία]], [[αμέλεια]]<br /><b>2.</b> ([[κατά]] τον <b>Φώτ.</b>) «τὸ μὴ [[πάνυ]] φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».<br /><b>(II)</b><br />[[εὐωρία]], ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]<br />η [[ωραιότητα]] της εποχής, της ώρας, η [[ευκρασία]].
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐωρία Medium diacritics: εὐωρία Low diacritics: ευωρία Capitals: ΕΥΩΡΙΑ
Transliteration A: euōría Transliteration B: euōria Transliteration C: evoria Beta Code: eu)wri/a

English (LSJ)

ἡ, (ὥρα)
A fineness of the season, Longus 1.9.
II (ὤρα) freedom from care, Sammelb.4324.7.

German (Pape)

[Seite 1111] ἡ, Sorglosigkeit, Ruhe u. Heiterkeit, Long. 1, 9; VLL., wie Phot. erkl. ὀλιγωρία. Über die Interaspiration vgl. Lehrs Aristarch. ed. 2 p. 316.

Greek (Liddell-Scott)

εὐωρία: ἡ, (ὥρα) εὐάρεστος ὥρα, Λόγγος 1. 9. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐωρία· ὀλιγωρία, ἀμέλεια», καὶ κατὰ Φώτιον: «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ ῥᾳθυμότερόν πως ἔχειν».

Greek Monolingual

(I)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] Ι]
1. (κατά τον Ησύχ.) ολιγωρία, αμέλεια
2. (κατά τον Φώτ.) «τὸ μὴ πάνυ φροντίζειν, ἀλλὰ 'ραθυμότερόν πως ἔχειν».
(II)
εὐωρία, ἡ (ΑΜ) [[[εύωρος]] II]
η ωραιότητα της εποχής, της ώρας, η ευκρασία.