καταχειροτονία: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+ [\w]+ [\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1")
m (LSJ1 replacement)
 
(11 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katacheirotonia
|Transliteration C=katacheirotonia
|Beta Code=kataxeirotoni/a
|Beta Code=kataxeirotoni/a
|Definition=ἡ, <span class="sense"><p>&nbsp;&nbsp;&nbsp;<span class="bld">A</span> [[condemnation]], esp. [[by show of hands]], καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο <span class="bibl">D.21.6</span>, cf. <span class="bibl">Aeschin.3.52</span>, <span class="bibl">Arist.<span class="title">Ath.</span>59.2</span> (pl.), Harp., <span class="title">EM</span>481.46.</span>
|Definition=ἡ, [[condemnation]], esp. [[by show of hands]], καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο D.21.6, cf. Aeschin.3.52, Arist.''Ath.''59.2 (pl.), Harp., ''EM''481.46.
}}
}}
{{ls
{{bailly
|lstext='''καταχειροτονία''': ἡ, [[καταδίκη]] ([[ἰδίᾳ]] δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ὑπὸ τοῦ δήμου, ἵνα ὁ [[ἔνοχος]] εἰσαχθῇ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], καταχειροτονίαν ὁ [[δῆμος]] ἐποιήσατο, κατεχειροτόνησε, Δημ. 516. 8, (ἀντίθ. [[ἀποχειροτονία]])· «ἐγίνετο δὲ ὧδε· ὁ κήρυξ ἔλεγε π.χ. ὅτῳ Μειδίας δοκεῖ ἀδικεῖν, ἀράτω τὴν χεῖρα· καὶ [[εἶτα]] οἱ θέλοντες ἐξέτεινον τὰς χεῖρας ([[καταχειροτονία]])· [[εἶτα]] [[πάλιν]] τὸ δεύτερον ὁ αὐτὸς κήρυξ ἔλεγεν· ὅτῳ μὴ δοκεῖν ἀδικεῖν Μ., ἀράτω τὴν χεῖρα· [[εἶται]] ἠρίθμει πάσας τὰς χεῖρας ὁ κήρυξ τῶν τε προτέρων καὶ καταχειροτονούντων τῶν τε ὑστέρων καὶ ἀποχειροτονούντων, καὶ ὅσων ἂν ἦσαν πλείους, ἐκείνων καὶ ἡ γνώμη ἐκράτει» Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἀξίοχ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 86. 16, ἔκδ. Blass.
|btext=ας (ἡ) :<br />[[condamnation par vote à main levée]].<br />'''Étymologie:''' [[καταχειροτονέω]].
}}
{{elnl
|elnltext=καταχειροτονία -ας, ἡ [καταχειροτονέω] [[veroordeling]].
}}
{{pape
|ptext=ἡ, <i>[[Verdammung]] durch [[Abstimmung]], [[Handaufheben]], vom ganzen Volk</i>, vgl. Harp.; καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι, <i>[[verurteilen]]</i>, Dem. 21.6.
}}
}}
{{bailly
{{elru
|btext=ας (ἡ) :<br />condamnation par vote à main levée.<br />'''Étymologie:''' [[καταχειροτονέω]].
|elrutext='''καταχειροτονία:''' [[осуждение поднятием рук]] (καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι Dem.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 28:
|lsmtext='''καταχειροτονία:''' ἡ, [[ψήφος]] καταδίκης, [[καταψήφιση]], σε Δημ.
|lsmtext='''καταχειροτονία:''' ἡ, [[ψήφος]] καταδίκης, [[καταψήφιση]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''καταχειροτονία:''' ἡ осуждение поднятием рук (καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι Dem.).
|lstext='''καταχειροτονία''': , [[καταδίκη]] ([[ἰδίᾳ]] δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ὑπὸ τοῦ δήμου, ἵνα ὁ [[ἔνοχος]] εἰσαχθῇ εἰς τὸ [[δικαστήριον]], καταχειροτονίαν ὁ [[δῆμος]] ἐποιήσατο, κατεχειροτόνησε, Δημ. 516. 8, (ἀντίθ. [[ἀποχειροτονία]])· «ἐγίνετο δὲ ὧδε· ὁ κήρυξ ἔλεγε π.χ. ὅτῳ Μειδίας δοκεῖ ἀδικεῖν, ἀράτω τὴν χεῖρα· καὶ [[εἶτα]] οἱ θέλοντες ἐξέτεινον τὰς χεῖρας ([[καταχειροτονία]])· [[εἶτα]] [[πάλιν]] τὸ δεύτερον ὁ αὐτὸς κήρυξ ἔλεγεν· ὅτῳ μὴ δοκεῖν ἀδικεῖν Μ., ἀράτω τὴν χεῖρα· [[εἶται]] ἠρίθμει πάσας τὰς χεῖρας ὁ κήρυξ τῶν τε προτέρων καὶ καταχειροτονούντων τῶν τε ὑστέρων καὶ ἀποχειροτονούντων, καὶ ὅσων ἂν ἦσαν πλείους, ἐκείνων καὶ ἡ γνώμη ἐκράτει» Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἀξίοχ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 86. 16, ἔκδ. Blass.
}}
{{elnl
|elnltext=καταχειροτονία -ας, [καταχειροτονέω] veroordeling.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[καταχειροτονία]], ἡ, [from [[καταχειροτονέω]]<br />a [[vote]] of condemnation, Dem.
|mdlsjtxt=[[καταχειροτονία]], ἡ, [from [[καταχειροτονέω]]<br />a [[vote]] of condemnation, Dem.
}}
{{WoodhouseReversedUncategorized
|woodrun=[[sentence to punishment]]
}}
}}

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταχειροτονία Medium diacritics: καταχειροτονία Low diacritics: καταχειροτονία Capitals: ΚΑΤΑΧΕΙΡΟΤΟΝΙΑ
Transliteration A: katacheirotonía Transliteration B: katacheirotonia Transliteration C: katacheirotonia Beta Code: kataxeirotoni/a

English (LSJ)

ἡ, condemnation, esp. by show of hands, καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο D.21.6, cf. Aeschin.3.52, Arist.Ath.59.2 (pl.), Harp., EM481.46.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
condamnation par vote à main levée.
Étymologie: καταχειροτονέω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καταχειροτονία -ας, ἡ [καταχειροτονέω] veroordeling.

German (Pape)

ἡ, Verdammung durch Abstimmung, Handaufheben, vom ganzen Volk, vgl. Harp.; καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι, verurteilen, Dem. 21.6.

Russian (Dvoretsky)

καταχειροτονία:осуждение поднятием рук (καταχειροτονίαν ποιεῖσθαι Dem.).

Greek Monolingual

καταχειροτονία, ἡ (Α) καταχειροτονώ
1. προεισαγωγική διαδικασία με την οποία η εκκλησία του δήμου με ανάταση τών χεριών έδινε την άδεια παραπομπής ενός ενόχου σε δίκη
2. η με ανάταση τών χειρών καταδίκη από την εκκλησία του δήμου.

Greek Monotonic

καταχειροτονία: ἡ, ψήφος καταδίκης, καταψήφιση, σε Δημ.

Greek (Liddell-Scott)

καταχειροτονία: ἡ, καταδίκη (ἰδίᾳ δι’ ἀνατάσεως τῶν χειρῶν) ὑπὸ τοῦ δήμου, ἵνα ὁ ἔνοχος εἰσαχθῇ εἰς τὸ δικαστήριον, καταχειροτονίαν ὁ δῆμος ἐποιήσατο, κατεχειροτόνησε, Δημ. 516. 8, (ἀντίθ. ἀποχειροτονία)· «ἐγίνετο δὲ ὧδε· ὁ κήρυξ ἔλεγε π.χ. ὅτῳ Μειδίας δοκεῖ ἀδικεῖν, ἀράτω τὴν χεῖρα· καὶ εἶτα οἱ θέλοντες ἐξέτεινον τὰς χεῖρας (καταχειροτονίαεἶτα πάλιν τὸ δεύτερον ὁ αὐτὸς κήρυξ ἔλεγεν· ὅτῳ μὴ δοκεῖν ἀδικεῖν Μ., ἀράτω τὴν χεῖρα· εἶται ἠρίθμει πάσας τὰς χεῖρας ὁ κήρυξ τῶν τε προτέρων καὶ καταχειροτονούντων τῶν τε ὑστέρων καὶ ἀποχειροτονούντων, καὶ ὅσων ἂν ἦσαν πλείους, ἐκείνων καὶ ἡ γνώμη ἐκράτει» Σχολ. Πλάτ. εἰς Ἀξίοχ., Ἀριστ. Ἀθην. Πολιτ. 86. 16, ἔκδ. Blass.

Middle Liddell

καταχειροτονία, ἡ, [from καταχειροτονέω
a vote of condemnation, Dem.

English (Woodhouse)

sentence to punishment

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)