ἀποδασμός: Difference between revisions
τοῖς οἰκείοις βουλεύμασιν ἁλίσκεσθαι → hoist by one's own petard, hoist with one's own petard, hoist on one's own petard, hoisted by one's own petard, be hoist with one's own petard
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=apodasmos | |Transliteration C=apodasmos | ||
|Beta Code=a)podasmo/s | |Beta Code=a)podasmo/s | ||
|Definition=ὁ, (ἀποδατέομαι) [[division]], [[part of a whole]], | |Definition=ὁ, ([[ἀποδατέομαι]]) [[division]], [[part of a whole]], Th.1.12; [[separation]], <b class="b3">χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι</b> by [[loss]] of territory, D.H.3.6. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Revision as of 11:04, 25 August 2023
English (LSJ)
ὁ, (ἀποδατέομαι) division, part of a whole, Th.1.12; separation, χώρας ἀποδασμῷ ζηυιωθῆναι by loss of territory, D.H.3.6.
Spanish (DGE)
-οῦ, ὁ
1 parte separada Th.1.12.
2 privación de χώρας ἀποδασμῷ ζημιωθέντες D.H.3.6.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
partie détachée d'un tout, fraction.
Étymologie: ἀποδαίομαι.
German (Pape)
ὁ, Abteilung, Teil, Thuc. 1.12; χώρας ἀποδασμῷ ζημιοῦσθαι, durch Abtretung eines Stück Landes, Dion.Hal. 3.6, 28.
Russian (Dvoretsky)
ἀποδασμός: ὁ обособившаяся часть (Θεσσαλῶν Thuc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποδασμός: ὁ, (ἀποδατέομαι) μερὶς ἐκ συνόλου τινός, ἦν δὲ αὐτῶν [τῶν Βοιωτῶν] καὶ ἀποδασμὸς πρότερον ἐν τῇ γῇ ταύτῃ Θουκ. 1. 12, Διον. Ἁλ. 3. 6: περὶ τοῦ τονισμοῦ ἴδε Λοβ. Παραλειπ. 385.
Greek Monolingual
ἀποδασμός, ο (Α) αποδατούμαι
1. τεμαχισμός ενός όλου, διαίρεση, μερισμός
2. μέρος ενός συνόλου.
Greek Monotonic
ἀποδασμός: ὁ, μερίδα, το μέρος ενός όλου, σε Θουκ.
Middle Liddell
[from ἀποδατέομαι
a division, part of a whole, Thuc.