Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ὑπερκύδας: Difference between revisions

From LSJ

Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt

Menander, Monostichoi, 71
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=yperkydas
|Transliteration C=yperkydas
|Beta Code=u(perku/das
|Beta Code=u(perku/das
|Definition=[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) [[exceedingly famous]] or [[renowned]], only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς <span class="bibl">Il.4.66</span>,<span class="bibl">71</span>; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον <span class="bibl">Hes.<span class="title">Th.</span>510</span>.
|Definition=[κῡ], αντος, ὁ, ([[κῦδος]]) [[exceedingly famous]] or [[renowned]], only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.4.66,71; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.''Th.''510.
}}
}}
{{pape
{{pape
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{bailly
{{bailly
|btext=αντος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[très célèbre]], [[glorieux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κῦδος]] ; pê dor. c. *ὑπερκύδης.
|btext=αντος;<br /><i>adj. m.</i><br />[[très célèbre]], [[glorieux]].<br />'''Étymologie:''' [[ὑπέρ]], [[κῦδος]] ; pê dor. c. *ὑπερκύδης.
}}
}}
{{elru
{{elru

Latest revision as of 11:04, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπερκύδας Medium diacritics: ὑπερκύδας Low diacritics: υπερκύδας Capitals: ΥΠΕΡΚΥΔΑΣ
Transliteration A: hyperkýdas Transliteration B: hyperkydas Transliteration C: yperkydas Beta Code: u(perku/das

English (LSJ)

[κῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) exceedingly famous or renowned, only found in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.4.66,71; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.Th.510.

German (Pape)

[Seite 1198] αντος, ὁ, der über alle berühmte, überaus ruhmvoll, nur im acc. sing. und acc. plur. vorkommend, ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il. 4, 66. 71, ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes. Th. 510. Einige betrachteten es als dor. Zusammenziehung aus ὑπερκυδήεις, ὑπερκυδήεντος, ὑπερκυδῆντος, vgl. ἀργῆς, ἀργᾶς, τιμᾶς, dann müßte aber ὑπερκυδᾶντας accentuirt werden, vgl. Spitzner not. crit. zur Il. 4, 66.

French (Bailly abrégé)

αντος;
adj. m.
très célèbre, glorieux.
Étymologie: ὑπέρ, κῦδος ; pê dor. c. *ὑπερκύδης.

Russian (Dvoretsky)

ὑπερκύδας: ύδαντος (ῡ) adj. (только acc.) весьма славный, прославленный (Ἀχαιοί Hom.; Μενοίτιος Hes.).

Greek (Liddell-Scott)

ὑπερκύδας: [ῡ], αντος, ὁ, (κῦδος) ὁ ἔχων μέγα κῦδος, περίφημος, σφόδρα εὐκλεής, λίαν ἀνδρεῖος, μόνον κατ’ αἰτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιοὺς Ἰλ. Δ. 66, 71· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Ἡσ. Θεογ. 510· - ἂν ληφθῇ ὡς συνῃρ. ἐκ τοῦ ὑπερκυδήεις, ὡς τὸ ἀργᾶς, φωνᾶς (ἐκ τοῦ ἀργήεις, φωνήεις), γραπτεόν ὑπερκυδᾶς, ᾶντα, ᾶντας· ἀλλ’ οὐδεμία μαρτυρία τούτου ὑπάρχει, Spitzn. εἰς Ἰλ. Δ. 66. - Κατὰ τὸν Σχολιαστ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπεράραντας τῇ δόξῃ διὰ τὴν τοῦ Μενελάου νίκην», καὶ καθ’ Ἡσύχ.: «ὑπερκύδαντας· ὑπερέχοντας τῇ δόξῃ, ὑπερενδόξους γενομένους».

Greek Monolingual

-αντος, ὁ, Α
υπερένδοξος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ- + κῦδος (ΙΙ) «δόξα, φήμη» + κατάλ. -ας, -αντος αναλογικά προς τα: ἀκάμας, Πουλυδάμας].

Greek Monotonic

ὑπερκύδας: [ῡ], -αντος, ὁ (κῦδος), υπερβολικά ξακουστός, περίφημος ή πασίγνωστος, μόνο σε αιτ., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς, σε Ομήρ. Ιλ.· ὑπερκύδαντα Μενοίτιον, σε Ησίοδ.

Middle Liddell

ὑ¯περ-κύδας, αντος, κῦδος
exceeding famous or renowned, only in acc., ὑπερκύδαντας Ἀχαιούς Il.; ὑπερκύδαντα Μενοίτιον Hes.

Frisk Etymology German

ὑπερκύδας: {huperkúdas}
See also: s. κῦδος.
Page 2,968