μελεδήμων: Difference between revisions
Ψυχῆς νοσούσης ἐστὶ φάρμακον λόγος → Sermo medela est animi ad aegrimonias → Der kranken Seele Heilungsmittel ist das Wort
m (Text replacement - "<b class="num">(\d+)\)" to "<b class="num">$1") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=meledimon | |Transliteration C=meledimon | ||
|Beta Code=meledh/mwn | |Beta Code=meledh/mwn | ||
|Definition= | |Definition=μελεδήμον, gen. ονος, [[careful]], c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων ''AP'' 6.39 (Arch.); <b class="b3">δόμων φυλακὰν μ.</b> ib.7.425 (Antip. Sid.). | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
μελεδήμον, gen. ονος, careful, c. gen., ἔργων Emp.112.2; μ. κερκίδα πέπλων AP 6.39 (Arch.); δόμων φυλακὰν μ. ib.7.425 (Antip. Sid.).
German (Pape)
[Seite 121] ον, sorgend, besorgend; δόμων φύλαξ, Antp. Sid. 88 (VII, 425); πολυσπαθέων μελεδήμονα κερκίδα πέπλων, Archi. 1 (VI, 39); auch ἀγαθῶν μελεδήμονες ἔργων, Empedocl. ep. (IX, 569).
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui prend soin de, gén..
Étymologie: μελεδαίνω.
Russian (Dvoretsky)
μελεδήμων: 2, gen. ονος
1 заботливый, попечительный, усердный (δύμων φύλαξ Anth.);
2 заботящийся (ἀγαθῶν ἔργων Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μελεδήμων: -ον, ἐπιμελής, πολυάσχολος, κερκὶς αὐτόθι 6. 39, πρβλ. 7. 425· μετὰ γεν., ὁ φροντίζων περί τινος, ἔργων Ἐμπεδ. 398.
Greek Monolingual
μελεδήμων, -ον (Α)
αυτός που φροντίζει, που μεριμνά, που δείχνει επιμέλεια για κάτι, επιμελής (α. «μελεδήμων ἔργων», Εμπεδ.
β. «δόμων φυλακὰν μελεδήμονες», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < μελεδαίνω + κατάλ. -ήμων (πρβλ. ειδήμων, νοήμων)].
Greek Monotonic
μελεδήμων: -ον (μελεδαίνω), επιμελής, απασχολημένος, με πολλές φροντίδες, σε Ανθ.