αἰτητικός: Difference between revisions
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(<\/b>) ([a-zA-ZÀ-ÿŒ'œ ]+)\.<br" to "$1 $2.<br") |
m (LSJ1 replacement) |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=aititikos | |Transliteration C=aititikos | ||
|Beta Code=ai)thtiko/s | |Beta Code=ai)thtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=αἰτητική, αἰτητικόν, [[fond of asking]], τινός [[Aristotle|Arist.]]''[[Nicomachean Ethics|EN]]''1120a33. Adv. [[αἰτητικῶς]], ἔχειν πρός τινα D.L.6.31. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE | ||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui aime à demander]];<br /><b>2</b> [[qui convient pour demander]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]]. | |btext=ή, όν :<br /><b>1</b> [[qui aime à demander]];<br /><b>2</b> [[qui convient pour demander]].<br />'''Étymologie:''' [[αἰτέω]]. | ||
}} | |||
{{pape | |||
|ptext=<i>der gern bittet</i>, Arist. <i>Eth. N</i>. 4.1 und Sp.; αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα DL. 6.31. | |||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
Line 30: | Line 33: | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[αἰτέω]], [[fond]] of [[asking]], c. gen., Arist. | |mdlsjtxt=[[αἰτέω]], [[fond]] of [[asking]], c. gen., Arist. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 11:07, 25 August 2023
English (LSJ)
αἰτητική, αἰτητικόν, fond of asking, τινός Arist.EN1120a33. Adv. αἰτητικῶς, ἔχειν πρός τινα D.L.6.31.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1de pers. pedigüeño Arist.EN 1120a33.
2 de cosas petitorio στίχος Plu.2.334e, ἐρώτημα δέ ἐστι πρᾶγμα αὐτοτελὲς μὲν ... αἰτητικὸν δὲ ἀποκρίσεως Chrysipp.Stoic.2.61, cf. Origenes M.12.1529B.
II adv. αἰτητικῶς = haciendo colectas, αἰτητικῶς ἔχειν πρὸς τοὺς γονέας D.L.6.31.
French (Bailly abrégé)
ή, όν :
1 qui aime à demander;
2 qui convient pour demander.
Étymologie: αἰτέω.
German (Pape)
der gern bittet, Arist. Eth. N. 4.1 und Sp.; αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα DL. 6.31.
Russian (Dvoretsky)
αἰτητικός:
1 любящий просить Arst.;
2 просительный (στίχος Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
αἰτητικός: -ή, -όν, ἀγαπῶν νὰ αἰτῇ, τινός, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 16. ― Ἐπίρρ. αἰτητικῶς ἔχειν πρός τινα, Διογ. Λ. 6. 31.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α αἰτητικός, -ή, -όν)
απαιτητικός, επίμονος
αρχ.
φρ. «αἰτητικῶς ἔχω πρός τινα», του ζητώ επίμονα κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. μπορεί να παράγεται από το αἰτητής (< αἰτῶ) ή -λόγω της σημασίας του
απευθείας από το ρ. αἰτῶ ή και το αἴτησις, πράγμα που φαίνεται πιθανότερο].
Greek Monotonic
αἰτητικός: -ή, -όν (αἰτέω), αυτός που αγαπά ή αρέσκεται να ζητά, με γεν., σε Αριστ.